Στο Αγρίνιο που μεγάλωσα, την Μεγάλη Παρασκευή ψιχάλιζε, συνήθως. Χτυπούσανε ολημέρα λυπητερά οι καμπάνες, ήταν κι η νηστεία, ήτανε κι η επέτειος τριών κρεμασμένων στους φανοστάτες της πλατείας και 120 εκτελεσμένων πίσω από την Αγία Τριάδα στην κατοχή, ήταν θλιμμένη από παντού η πόλη. Λαμπρύνονταν έτσι ακόμη πιό πολύ η αναστάσιμη καλοκαιρία της Κυριακής, τα γιορτινά φορέματα, η τσίκνα των ψητών, οι ανοιχτές πόρτες και τα φιλιά της αγάπης. Σαν νάταν πάντα ιδανική αυτή η Κυριακή. Άνοιξη με ήλιο και δροσερό αεράκι, έξω, μ’ όλον τον τόπο ανθισμένο, μυρωδάτο κι αναστάσιμο και κόσμο πολύ να το νοιώθει και να το ευγνωμονεί.
Η ανάσταση, το ανάστημα δηλαδή του ανθρώπου, δεν είναι μεταφυσική αγωνία, ούτε προσδοκία μεταθανάτια. Είναι μέριμνα του κόσμου τούτου, είναι καθημερινή μας ευθύνη, πίστη στη ζωή. Και η ζωή μας δεν είναι οικονομία, είναι φύση. Και η φύση δεν εκπίπτει, ούτε χρεωκοπεί. Εκπίπτουν αξιώσεις και προσδοκίες, χρεωκοπούν σχεδιασμοί και πεποιθήσεις αλλά η ζωή είναι κάτι παραπάνω απ’ όλα αυτά. Αν απελευθερωθούμε από την αγορασμένη άνεση της ατομικής συνείδησης, θα αντιληφθούμε οτι συν-χωρούμε σε άπειρο κόσμο, ότι συν-ανήκουμε σε βαθύτατο παρελθόν και σε εντελώς απροσδόκητο μέλλον. Θάρρος, λοιπόν. “Θέλει αρετή και τόλμην η ελευθερία”.
Αγρολιβάδι Πάτμου, Κυριακή των βαϊων, 2011.