Συχνά βαρύνομαι από όσα αφελή και ανόητα λέω κατά καιρούς, ερωτώμενος για αυτά που κάνω. Ακόμη κι όταν ενθουσιάζομαι μιλώντας, μετανοώ διαβάζοντας τα λεγόμενά μου. Ωστόσο, συνεχίζω να μιλώ και να γράφω, παρ’ όλη την επίγνωση του επισφαλούς των εκστομίσεων και των καταγραφών. Ίσως γι’ αυτήν ακριβώς την ζωοποιό καταβύθιση στη μετά-νοια να συνεχίζω τη φλυαρία. Κι απ’ τα έργα μου βαρύνομαι, αλλά τουλάχιστον τα έργα μας έχουν από μόνα τους τη δική τους απολογία. Αυτά είναι, ίσως, οι πλέον αμερόληπτοι μάρτυρες και κριτές μας στον κόσμο.
Όσο για το ερώτημα, αν η τέχνη μας έχει νόημα και ποιό είν’ αυτό, δεν αφορά ακριβώς τα έργα μας αλλά εμάς τους ίδιους και τις προσδοκίες μας, ως πρόσωπα και, κυρίως, ως κοινότητα. Μπορεί η διαπραγμάτευση του υψηλού, της ομορφιάς ή της ηθικής να είναι προσωπική μας ευθύνη και αρετή, αλλά μόνον ως κοινωνικά αγαθά αξιώνονται.
Αυτό, πάντως, που αντιλαμβάνομαι σαν τέχνη και επιδιώκω να προσεγγίσω με τα έργα μου, είναι η, επ’ αγαθώ, συγκράτηση νοήματος αιωνιότητας στην εφήμερη χειρονομία μας, η μνημείωση του ελάχιστου και καθημερινού, του περαστικού και ήδη φευγάτου παρόντος, ένα σημάδι στο πέρασμα ανώνυμων ή δικών μας ανθρώπων, ένα κεράκι στην απουσία τους, ο υπαινιγμός μιας παρουσίας άφθαρτης, η ομολογία ζεστού φωτός στον ψυχρό τόπο του άδειου.
Eπιμένω στη ζωγραφική αναπαράσταση, επειδή αυτή μου δίνει τη δυνατότητα να αποδίδω το στιγμιότυπο ως αρχέτυπη εικόνα, το συμβάν ως ιδέα.
Χρησιμοποιώ, επιφάνειες φθαρμένες από προηγούμενες βιοτικές χρήσεις, για να ενσαρκωθεί στο έργο, εκτός από το θέμα και την όποια αναπαραστατική δεξιότητα, η συνεχής υπόμνηση του συλλογικού τόπου και χρόνου από τον οποίο κατάγεται ο συλλογισμός μου και στον οποίο θα ήθελα να απευθύνεται το τελικό αποτέλεσμα της χειροτεχνίας μου.
Eπιλέγω τα θέματά μου με κριτήριο την αναγνώριση τους, τόσο ως εντόπια σήματα όσο και ως οικουμενικά σύμβολα επικοινωνίας των ανθρώπων με την άφατη οικειότητα του μυστήριου που περιβάλει τα υλικά αντικείμενα γύρω μας.
Η διαδικασία της προετοιμασίας και της ζωγραφικής με οδηγεί, κάποιες στιγμές προσήλωσης και πειθαρχείας, σε απρόοπτα ξέφωτα αυτογνωσίας και συμφιλίωσης με την κοινή μας συνθήκη, τον τετελεσμένο κόσμο. Εκεί μου αποκαλύπτεται η επιφάνεια της ομορφιάς, εκεί συντελείται και η υπέρβασή στην αιωνιότητα και την αλήθεια. Aυτά τα ξέφωτα προσδοκώ και γι’ αυτά εργάζομαι.
Λόγια λέω πάλι, κι η ζωγραφική απομακρύνεται. Σαν να είναι πάντα κάπου αλλού η ύλη και το πνεύμα που ενσαρκώνει. Μακρυά από τις εικόνες της και τις περιγραφές της. Κρατάει μιαν απόσταση, όσο κοντά της κι αν βρισκόμαστε. Στην αύρα αυτής της απόστασης σώζεται το μυστικό της, σώζεται και κάτι από εμάς μαζί του.