Πονήματα ασκητικά και άνθη ανέσπερα

 

Αλλοπρόσαλλοι καιροί. Όλα γρήγορα γίνονται, γρήγορα αλλάζουνε, γρήγορα τελειώνουν κι ακόμα πιο γρήγορα χάνονται· κι άλλον τρόπο δεν έχω, με τη ζωγραφική ακόμη παιδεύομαι. Εκεί μαθαίνω, εκεί στοχάζομαι τη ζωή και τα πάθη της, εκεί σώζομαι. Αντιστέκεται η εικόνα, θέλει κόπο και χρόνο να γίνει κι όταν φανεί δεν προσδοκά βέβαια απόρριψη, ν’ αντικατασταθεί από άλλη νεότερη. Πότε παλιώνει άραγε το παλιό; Στην αιωνιότητα προσβλέπει η τέχνη και στην αλήθεια. Εκεί πέρα μας σώζει.

Μάθημα είναι και η ζωή και η τέχνη, μια άσκηση. Άσκηση αυτογνωσίας. Ασκητικά και τα έργα της. Τα εργόχειρα της ζωής μας. Χειροτεχνήματα που πασχίζουν να αποδώσουν αχειροποίητο νόημα. Να αποτρέψουν τη λήθη και τον χαμό. Να ξεκλέψουν απ’ το χρόνο μια μορφή, μιαν εικόνα και να τη σώσουν απ’ τη λήθη στο αντίθετό της, που ‘ναι η α-λήθεια. Να αναθέσουν στη μνήμη μνημείο αντί μνήμα. Το σκοτάδι απεργάζονται για ν’ αναστήσουνε φως, να φωτίσουνε άνθη ανέσπερα.

Ένα πάθημα η προσπάθεια να αποδοθεί απ’ την ύλη το πνεύμα, που όλο αντιστέκεται, το απρόσιτο, και μας διαφεύγει. Αναιρεί τα θέλω μας, ανατρέπει τις δεξιότητες σαν χαλίκια στο κύμα, τσακίζει τις βεβαιότητες σαν κλαριά στον αέρα. Χάρισμα η ζωή μας και τη χρωστάμε. Να την αποδώσουμε πολύτιμη, όσο νογάμε ότι αξίζει. Πάσχοντες· προσφορά και θυσία στο τίποτε που μόνο έτσι όμως γίνεται κάτι. Τεκμήριο, πειστήριο και κριτήριο μοναχό της ζωής μας, τα έργα μας. Αίτημα αθανασίας οι τέχνες που μηχανευόμαστε και εξασκούμε. Μια ταυτότητα να βρούμε. Μια κοινότητα. Στο κοινό να σωθούμε. Κανένας δεν σώζεται μόνος. Αλλά σε τι ομονοούμε ως κοινότητα; Πως κοινωνούμε το ύψος στην Τέχνη; Πως μετέχουμε; Δική μας ευθύνη κι απόφαση.

Κι ας μην γελιόμαστε. Δεν είναι τα έργα που εκτίθενται ενώπιόν μας. Εμείς εκτιθέμεθα απέναντί τους αναζητώντας αμήχανα νόημα, οι πολυμήχανοι. Μια ανάσα να πάμε πιο πέρα. Ένα νεύμα να σηκωθούμε ψηλότερα.

 

 

Χρήστος Μποκόρος, Ιούλιος 2019

Πίσω από την παραλία του Κάμπου στην Πάτμο, ανάμεσα στα χωράφια, είναι μια  μικρή συστάδα δέντρων. Κυπαρίσσια, πεύκα, σκίνα και συκιές φυλάνε κρυμμένο μαζί με τα πουλιά, ένα μικρό εκκλησάκι μέσα τους. Ακουμπισμένο οριζόντια πάνω από το άνοιγμα της ξερολιθιάς που τα περιβάλλει, ένα ξερό κλαδί, μικρός φραγμός, μεγάλο εμπόδιο, η είσοδος. Αν το σηκώσεις, πατάς τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια και μπαίνεις στην μοσχοβολημένη δροσιά της σκιάς. Αφιερωμένο των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης.

Δεκαπέντε του μηνός Ιουλίου λοιπόν, ανήμερα της γιορτής τους, είχε λειτουργία πρωϊνή στ’ Αη Κηρυκού. Το εκκλησάκι είναι πολύ μικρό, για να χωρέσει το εκκλησίασμα, ούτε δέκα νοματαίοι δεν στέκουνε μέσα.  Έτσι στρώνουν απ’ έξω ένα τραπεζάκι με τον άρτο και τα ευλογίδια. Εκεί έξω, αναβοσβήνουν τα κεριά και τελείται το μυστήριο. Ασβεστωμένες αποβραδίς για τον εσπερινό οι μεγάλες πέτρες και ολόγυρα στρωμένος ο τόπος με κομμένα κλαδάκια μυρσινιές. Μέχρι να τελειώσει η λειτουργία μαζεύονται σιγά-σιγά καμμιά τριανταριά, σαράντα άνθρωποι. Ντόπιοι, τριγυρινοί οι περισσότεροι, ευπρεπισμένοι με τα καλά τους ρούχα και εμφανή τα ίχνη καθημερινών μόχθων στα κορμιά τους. Και πολλά παιδιά, προστάτης τους γαρ ο τριετής άγιος.

Ήτανε το 2003. Λάβαμε τη θέση μας στη γωνία κάτω απ’ το κλαδεμένο σκίνο κι άρχισε ο παπάς τα εν ειρήνη. Αντιφωνούσανε ζηλωτές, ο Γιάννης, από τη Λαγκάδα κι ο Δημητράκης, ο «ειλικρίνειας». Δεν πέρασαν δύο λεπτά και δυό πουλιά, κρυμμένα στις φυλλωσιές, άρχισαν να κελαηδάνε παράφορα, ξεπέρασαν τους ψάλτες. Σηκώνει ο παπά Νικόλας το χέρι του : Σωπάστε παιδιά μου, τους λέει, δεν μας έχει ανάγκη ο Θεός. Και στάθηκε η λειτουργία κι ακούγαμε τα πουλιά, ώρα πολύ, μέχρι που φτερούγισαν. Ο ήλιος ανέβαινε, καθάριζε το φως του και χρύσωνε τα θερισμένα, καλοκαιρινά χωράφια, που έλαμπαν εκτυφλωτικά ανάμεσα από τις σκοτεινές σκιές των δροσερών δέντρων που μας κυκλώνανε. Σαν να ‘βλεπα το Άξιον εστί του Ελύτη μπροστά μου ζωντανό, τα γόνατά μου λυθήκανε.

… εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης, ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια, ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε. Χαίρε η καιομένη και χαίρε η χλωρή, χαίρε η αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί, χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβύνονται, χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται, χαίρε …