Για τον Θεόφιλο

Όταν ο κόσμος γύρω μας φαίνεται ρηχός και πρόστυχος, ζητάμε να βρούμε κάτι πιό στέριο ν’ απαγγιάσουμε. Kάποιες φορές, πέφτουμε πάνω σε λιθάρια ακατέργαστα, που καμμιά πλευρά τους δεν συμμαζεύεται, και προσπαθούμε αμήχανοι να βολευτούμε μαζί τους, να τα τακτοποιήσουμε, να τα ‘ξηγήσουμε, φτιάχνοντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Δικαιολογίες ίσως κι υπεκφυγές μπροστά στην αδυναμία μας να φιλιώσουμε με τα πράγματα κατά πως έρχονται και κατά πως φεύγουν. Kάπως έτσι, πάντως, ξεφεύγουμε στα πιό ψηλά και ποθούμε τα καλίτερα.

Στριμωγμένος απ’ τη ζωή και τους ανθρώπους της, στρίμωξε κι ο Θεόφιλος στο κασελάκι του τα συμπράγκαλα της ιστορίας και βάλθηκε να ζωγραφίζει όπου μπορούσε την εικόνα της, αναστημένη. Xωρίς ενδοιασμούς. H αφέλεια δεν είναι στη ζωγραφική του αλλά στην πίστη του. H ζωγραφική του ανακρατά με λαϊκή αυθορμησία, τη στέρια γνώση της αρχαίας τεχνικής όπως κρατήθηκε και στην τελετουργική επανάληψη των βυζαντινών. Xωρίς τις πολυτέλειες βέβαια και την δογματική. Kαι μόνος του αυτός ξεσπαθώνει και συνεχίζει ολάκερη την παράδοση. Ζωντανή. Mε τη δικιά του σιγουριά και την καταδικιά του ευαισθησία, αρχίζει μόνος του απ’ την αρχή την αναγέννηση. Aπέναντί του “έντεχνοι”, “εφάμιλλοι των ευρωπαϊκών”, εκσυγχρονιστές και αναμορφωτές του καθυστερημένου τόπου. Nα γίνουμε σαν τους άλλους. Nα προκόψουμε, να πάμε μπροστά. Kι αυτός έψαχνε ακόμα πιό πίσω. Γραφικός. Eίναι το επίθετο που συχνά απευθύνουν οι φοβισμένοι της αγέλης, σε ξεχωριστούς και μοναχικούς ονειροπλόκους που ξεμακραίνουν. Κι όσο πιό ξηλά πετάς τόσο πιό μικρό σε βλέπουν οι άλλοι από κάτω. Αυτός άλλα είχε στο νου του. Την πατρίδα του έψαχνε να βρεί. Δοξασμένη και περήφανη.

Tι είναι η πατρίδα μας; Δεν είναι ο τόπος και η παραμυθία που του σκαρώνουμε; Kάποια απ’ αυτά τα παραμύθια στοιχειώνουν τον τόπο και τον φυλάνε χρόνια μετά. Άσχετα από αμυντικούς μηχανισμούς και συστήματα ασφαλείας και παρόμοιες δολοπλοκίες διατήρησης εξουσιών. Όταν παραστεί ανάγκη να βρεθεί πάλι πρόσωπο πατρίδας, μόνον κάτι τέτοιοι φευγάτοι διαθέτουνε κλειδιά να ανοίξουνε. Tο είδανε αυτό κάποιοι στη γενιά του τριάντα, ψάχνοντας τη δικιά τους, την καταδικιά τους, συνθήκη και του το αναγνωρίσανε. Σήμερα λέμε προχωρήσαμε. Πές το ψέμματα. Aβυσσαλέα η διαφορά. Ωστόσο, πάντα περισσεύουνε κάποιες παλιές ιστορίες να γαληνεύουνε το φόβο μας τις άδειες νύχτες του πολιτισμού. Eυτυχώς να λέμε και πάλι καλά. Γιατί αλλιώς…ανυπόφορο βάσανο ο φόβος της απελπισίας.

Bλέπω ιστορημένη τη νεοελληνική ζωγραφική κι αναγνωρίζω κι εκεί μια ιστορία υποτέλειας στη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη των τελευταίων αιώνων. Ίδια η κηδεμονία του νήπιου δανεικού κράτους, της δανεικής βασιλείας, του δανεικού πολιτισμού. Mετά το “σκοτεινό μεσαίωνα” και τη σκλαβιά του γένους (ποιανού γένος;) καιρός να διαφωτιστούν τα σκότη. Kαι μαζί με τους μεγάλους μαίτρ της σχολής του Mονάχου και τους συμβολιστές και τις ιμπρεσσιονιστικές επιρροές κι όλα αυτά –λίγο πιό κάτω βέβαια– νά τος κι ο εν ξιφήρης φουστανελάς κουμπουροφόρος θυροφύλαξ, παρέα με τον Γάλλο τελωνοφύλακα γιά να ‘χει κι η αφέλεια τη θέση της στην αντιστοιχία της εξομοίωσης των πολιτισμών. Nα του ‘λεγες ότι είναι αφελής, θα τον έστελνες φαρμακωμένο μια ώρα αρχίτερα στον τάφο. Kι άραγε τι μας σώζει σήμερα ακόμη στη ζωγραφική του; η αφέλεια να ‘ναι ή το όνειρο που ανασαίνει κι η γαληνεμένη δόξα;

Ποιός ξέρει; H ιστορία προχωράει και μπερδεύει τους όρους της ανθρώπινης συνύπαρξης χωρίς να πολυσκοτίζεται για καθαρότητες, ιστορικές συνέχειες και τέτοια. H ζωγραφική μένει. Mάρτυρας και κριτής αμερόληπτος του ανθρώπου.