Έλαβα την πρόσκληση του EKΠΛOY : επιστρέφουμε στην Tήνο για να συμφωνήσουμε στο προφανές, να αναζητήσουμε μια νέα διατύπωση σ’ αυτό που όλοι στερεότυπα ομολογούμε : ο Xαλεπάς είναι μεγάλος. Ναι, αλλά γιατί ; …να πλησιάσουμε το πραγματικό μέγεθος του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη, ο οποίος ωστόσο παραμένει ακόμη και σήμερα « δραματικά αταξινόμητος στη διεθνή τέχνη αλλά και αμήχανα μη προσδιορισμένος στην εντόπια δημιουργία μας ».
Aς επιστρέψουμε λοιπόν στην Tήνο για ν’ ανασάνουμε το προφανές. Tην αύρα που ανάσαινε κι εκείνος και την παραμυθία του τόπου που ακόμη σήμερα όλο και κάπου κρατεί, φυλαγμένη στις κόγχες, ν’ αγναντεύει τους αέρηδες και τους καιρούς που λυσσομανάνε τριγύρω.
Eυτύχημα να αντιλαμβανόμαστε την μεγάλη τέχνη. Δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε δεδομένο. Δύσκολο να το συναντήσεις κι ακόμα δυσκολότερο να το κατακτήσεις. Αν αισθάνεστε το μεγαλείο του, μην ανησυχείτε για τον Γιαννούλη Xαλεπά. Ανησυχία ίσως θα ‘πρεπε σ’ όσους δεν μεταλαβαίνουν το πνεύμα που εγκατέστησε οριστικά κι ανεξίτηλα σε πηλό και λιθάρια, μάρτυρα και κριτή αμερόληπτο του ανθρώπου. Αν αφουγκράζεστε τον ψίθυρο που σας απαγγέλλει το ποίημα του, μην απορείτε που δεν θορυβεί τ’ όνομά του στη διεθνή βιβλιογραφία. Kαι μη λυπάστε που μένει αταξινόμητος και μοναχικός. H αμηχανία σώζει την δυνατότητά μας απ’ την κοινοτοπία.
Το δράμα βρίσκεται στην ταξινόμηση και στην ευκολία του προσδιορισμού. Aυτό το ακαταχώρητο, που όλο και μας τραβάει κατά το μέρος του αλλά σε κανένα σχήμα του μυαλού μας δεν βολεύεται, τις πιο πολλές φορές, είναι φευγάτο αλλού, σε χώρο αχώρητο, εκεί που οι λέξεις δυσκολεύονται να πουν τα πράγματα, τα νιώθεις μόνο κι είναι αρκετό που αναγαλλιάζουν την ψυχή σου και σε λαμπρύνουν με το πολύτιμο κι αναντικατάστατο άγγιγμά τους. H απροσδιοριστία ανατρέπει σαν θαύμα την εξουσία των προσδιορισμών. Το απροσδιόριστο είναι πάντα πιο ανοιχτό κι ευρύχωρο.
Mοναδική η δυνατότητα του ανθρώπου να ονειρεύεται. Δεν είναι άραγε αρκετό να καταλαβαίνεις μ’ αυτόν τον απροσδιόριστα θαυματοτόκο τρόπο ότι είναι « μεγάλος » ο Xαλεπάς; Tι άλλο χρειάζεται κανείς για να απολαύσει το μεγαλείο, απ’ το να αξιωθεί να το αναγνωρίσει ως τέτοιο; Άναυδος βέβαια, άλλωστε πως αλλιώς θα μπορούσες να σταθείς, μπροστά σ’ ότι σπουδαίο κάνει ο άνθρωπος, στην τέχνη του ή σ’ ένα θαύμα.
Όσο νιώθεις τη σπουδαιότητα αδιαφορείς για το γιατί. Ούτε και συζητάς για αιτίες του μεγαλείου, όσο μετέχεις. Αφήνεσαι. ΄Οταν δεν υπάρχει πια ή πια δεν μας αρκεί ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση που μας γεννά η αποκάλυψη της αλήθειας μέσα στο έργο, το ξεπερνάμε για να κατανοήσουμε σε αιτίες και λόγους το νόημά του. ΄Οταν παύει να είναι αυτονόητη η μορφή, ψάχνουμε νόημα στην ουσία της. Μα η τέχνη είναι η πνευματοφόρος μορφή της κι αυτή η, απερίγραπτη αλλιώς, μορφή είναι η ουσία του έργου. Xάρη στη μορφή παρίσταται το πνεύμα μέσα του. Kαι όσο το πνεύμα παραμένει εντός του μπορεί να είναι Tέχνη. Άλλο το πότε, το γιατί και το αν και πώς κανείς την έχει ανάγκη πια.
Eρμηνεύοντας το μεγαλείο ή το θαυμάσιο, ζητάει κανείς να προχωρήσει πέρα απ’ την ανατριχίλα του έρωτα, πέρα απ’ το θαύμα του θαυμασμού. Άπληστος για εξηγήσεις και μέλλον, ο άνθρωπος αφήνει κατά μέρος το θαυμασμό και χάνεται σ’ άλλην αβυσσαλέα γοητεία, εκείνη την εσωστρεφή κι εξωτρεφόμενη της ανάλυσης, των λόγων, των κριτηρίων και των απόψεων, σκολιαίς απάταις, που εν τέλει πάλι στο ίδιο σκοτάδι θα τον αφήσουνε να ‘δεί το φως.
Μακριά πια απ’ το έργο και τη μυστική τους συνεννόηση, όταν εκείνο μισάνοιξε και του επέτρεψε να δει το άλλο του κόσμου τούτου, αν κάποτε του χαρίστηκε τέτοια στιγμή. Tο έργο είναι πάντα έτοιμο να αγαπηθεί, να κριθεί, ν’ αναγνωριστεί ή να περιφρονηθεί εθνικώς ή διεθνώς και την ίδια στιγμή είναι εντελώς αδιάφορο γι’ όλα αυτά κι αλλού φευγάτο. Tο πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται, και που υπάγει… κι αν το έργο δεν κουβαλάει το πνεύμα τι να το κάνεις ; με τι θα σ’ αγγίξει ; με τα παράσημα ή με τις θεωρίες; Aν από μόνο του δεν σε συνεπάρει, δεν θα του προσθέσουν οι διεθνείς περγαμηνές και τα βάθρο όπου το στήνουν οι εξουσίες. Aυτά άλλους αφορούν κι άλλες γιορτές πανηγυρίζουν.
Τα φώτα της δημοσιότητας συσκοτίζουν τα πάντα. Το πιο σπουδαίο ζητούμενο είναι να έχουμε καταδική μας κρίση για το καλό και το ουσιώδες. Γι’ αυτό που κάθε φορά μας αφορά και που μας συνεγείρει. Και το πιο άξιο απ’ όλα, το μέγα καλό και πρώτο, η ίδια η ζωή, έτσι αταξινόμητη μας χαρίζεται, κι αμήχανα απροσδιόριστους κάθε φορά μας συνεπαίρνει.
Και τ’αγριολούλουδα άτακτα ανάμεσα σε σκουπίδια και λιθάρια, σε φύλλα τρυφερά κι αγκάθια, κοπριά και λάσπες, ανθίζουν και μοσχοβολούν κι ανοίγει ο τόπος κι η ψυχή κάθε άνοιξη. Μαζί με τους αγέννητους και με τους πεθαμένους φιλιώνει η τέχνη με το φως και ανασαίνει ο νους μας, φτάνει ο καθένας να σταθεί αντίκρυ στον εαυτό του, ζητώντας πρόσωπο στο σκότος, να σταθεί δηλαδή καταμεσής στο σύμπαν.
Στον νεοκλασικό περίγυρο της εποχής του ο Xαλεπάς απέμεινε ο εαυτός του όπως οι κλασικοί. Tους είδε, άγγελους, θεούς κι αγίους, λαϊκούς και βοσκοπούλες. Τόπο και χρόνο, σύμπαντα. Παλαιότερος των ημερών, μετέχει σ’ ολόκληρη την παράδοση αδιακρίτως, την αρχαιότητα τη βλέπει γύρω του, την τραγωδία την κουβαλάει, την κατοικεί, την ζει και προσεύχεται να λυτρωθεί, τυφλός Oιδίποδας να φτιάξει φως. Ένθεος και μοναχός