Για το ιερό στην τέχνη
Όσον καιρό παιδεύομαι με τη ζωγραφική όλο και ξεφυτρώνουν δυσκολίες, προβλήματα, ερωτήματα. Όσα αφορούν στο πως να γίνει το έργο, λίγο το χάρισμα και η εμπειρία λίγο η επιμονή, λίγο η άμιλλα και τα διδάγματα των παλαιότερων, λίγο η τύχη, ξεπερνιούνται. Τα άλλα όμως, εκείνα που αφορούν το τί και το προς τί των έργων, μένουνε κόμποι αξεδιάλυτοι, κι ας τα προσπερνώ συχνά. Και μιας και το μέλλον δεν δίνει απαντήσεις πριν έρθει, ξεφεύγω στο παρελθόν για βοήθεια. Σ’ αυτές τις πίσω διαδρομές, δεν βρίσκω πάντοτε απαντήσεις αλλά βλέπω οτι ανέκαθεν βασανίζονταν οι άνθρωποι από παρόμοια ερώτηματα. Τέτοιες διαπιστώσεις μας ελευθερώνουν νομίζω από τον χωροχρόνο του συγκεκριμένου. Μας υποδέχονται στην κοινή μας μοίρα και μας καλούν να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας στην ευρύτερη κοινότητα όπου ανήκει. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει μόνος, κατάγεται και συμπεριφέρεται. Συνευρισκόμαστε, συνομιλούμε και κοινωνούμε συνεχώς τον κόσμο, την αιωνιότητα, το άπειρο.
Το ιερό, το αντιλαμβάνομαι σαν μια δυνατότητα του ανθρώπου να στοχάζεται το άπειρο. Η ιερότητα δεν είναι κατάσταση του κόσμου αλλά μια στάση του ανθρώπου απέναντί του, μια αντίληψη που προαπαιτεί ευλάβεια, να είναι δηλαδή κανείς ανοιχτός να λάβει, ώστε θυσιάζοντας την υλική του βεβαιότητα και την όποια αυτάρκεια του εξασφαλίζει το οικείο, να αξιώνει μια σχέση με το άλλο, το ξένο, το αόρατο. Τη συνείδηση αυτής της σχέσης με τον κόσμο αντιλαμβάνομαι ως ιερότητα. Αυτή η σχέση προάγει την κοινότητα σε πολιτισμό. Κι αυτός ο πολιτισμός ειναι κορυφαία κατάκτηση του ανθρώπου. Είναι ωστόσο μια δυνατότητά μας που πολύ συχνά και μάλλον εύκολα την απεμπολούμε.
Έχει επικρατήσει η αντίληψη να αποκαλούμε ιερές τις εικόνες που παριστούν θεούς, αγίους ή σύμβολά τους και προορίζονται για λατρευτική χρήση (ναούς ή εικονοστάσια). Τις αντιθέτουμε τόσο στην κοσμική ή προφανή ζωγραφική όσο και στις παγανιστικές εικόνες και τα «είδωλα», τα λατρευτικά αγάλματα. Ευκολότερα βλέπουμε το ιερό στις εικόνες παρά στα αγάλματα. Η ζωγραφική στερείται την υλικότητα του αγάλματος και, κατά κάποιον τρόπο, υπαινίσσεται ένα νεύμα στο άυλο. Υποκαθιστά την τρίτη διάσταση με μιαν άλλη, πιο απροσδιόριστη, που επιδέχεται και χειρισμούς και ερμηνείες.
Η ζωγραφική είναι ένα τέχνασμα του ανθρώπου να υπερβαίνει το αναναπαράστατο του περιβάλλοντος και του ενδότερου κόσμου και να τους παριστάνει. Η εξοικείωση κάθε ζωγράφου με το σχέδιο, το φως και το χρώμα, αναδεικνύουν, κατά το χάρισμα και την άσκηση καθενός, την τεχνική της. Η εξυπηρέτηση ψυχαγωγίας, διαπαιδαγώγησης, πίστης ή μιας κάποιας επίδειξης ισχύος δηλώνουν την άμεση κοινωνική της χρησιμότητα. Αλλά όπως η γλώσσα από μόνη της, όσο καλά και αν μιλιέται ή επικοινωνεί, δεν είναι ποίηση, έτσι κι η ζωγραφική από μόνη της δεν είναι απαραίτητα κάτι περισσότερο από ευχάριστη απασχόληση ή αποτελεσματική δραστηριότητα.
Η εκτίμηση και ο σεβασμός που της αποδίδουμε, αιώνες τώρα, δείχνει ότι προσδοκούμε κάτι περισσότερο απ’ αυτήν. Όχι αναγκαστικά την ιερότητα αλλά οπωσδήποτε κάτι που υπερβαίνει την υλικότητά της. Και εκεί βέβαια τίθενται πιο δύσκολα ερωτήματα, σκοτεινά και επισφαλή παρά τη φωτεινή τους όψη.
Αυτή η “άλλη αίσθηση”, που μπορεί να είναι ζητούμενη, δεν είναι αναγκαία συνέπεια της τέχνης. Συνομολογούμε ακόμη τη ζωγραφική σαν ανάσα εξόδου από την βιωτική σύμβαση, παρότι, στις μέρες μας, με μιαν εξουθενωτική γενίκευση κάθε τι μπορεί να προταθεί και να γίνει αποδεκτό ως τέχνη, σχετικοποιώντας ή ακυρώνοντας την έννοια του κοινού κριτηρίου. Παρ’ όλους τους νεωτερισμούς, πάντως, η ζωγραφική εξακολουθεί να σαγηνεύει. Βέβαια, δεν έχει πια ευρεία λειτουργική χρησιμότητα όπως οι λατρευτικές εικόνες. Δεν εξυπηρετεί πια τις δημόσιες τελετές όπως η αρχαία τέχνη. Κάποτε, ακυρώνοντας τόπο και χρόνο και παριστώντας θεούς, ήρωες και αρετές, υπήρξε ίσως, αυτονόητη σχεδία υπερβατικής εμπειρίας ή υψηλού κοινωνικού νοήματος, όταν οι άνθρωποι αναζητούσαν έτσι την ευτυχία. Σήμερα, ως κοινωνία, αναζητούμε την ευτυχία αλλού και η σύγχρονη τέχνη, αντανακλά αυτή την αλλαγή. Η προσήλωση στο εφικτό μας απομακρύνει από το όραμα του αδύνατου, από την προσδοκία της ουτοπίας. Το εφήμερο του σύγχρονου βίου δεν ελπίζει πια στην αιωνιότητα. Ενώπιον της απουσίας Θεού όλα είναι δυνατά, όλα έχουν μια κάποια αξία, αλλά τίποτε δεν έχει διαρκές νόημα. Αυτό το αμήχανο δίλημμα καταθλίβει την ευτυχία του σύγχρονου κόσμου.
Η αγωνία της ζωγραφικής συνείδησης να κατανοήσει την αναγκαιότητα της τέχνης πέρα από την τεχνική και την άμεση χρησιμότητα της, απαιτεί άλλο πνεύμα και άλλο στοχασμό. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ποιητικά τον κόσμο, γεγονός που παραστέκει στη ζωή του χωρίς, βέβαια, να ορίζει ούτε τον κόσμο, ούτε τον άνθρωπο ούτε την ποίηση. Το νόημα ούτε στην τέχνη ορίζεται· μας συνεπαίρνει μόνο χαρισματικά, σαν ποίημα και σαν θαύμα. Στα πιο φωτισμένα έργα της, η ζωγραφική αποκαλύπτεται μορφή πνευματοφόρος. Σαν αντίδωρο στη χειρωνακτική αφοσίωση, μας ανταποδίδει αχειροποίητο νόημα. Αυτό όμως δεν ακούγεται σαν Ενσάρκωση; Μόνο που εδώ, η ενσάρκωση, αφορά την τέχνη, όχι τη θεολογία.
Μήπως όμως το πρόβλημα είναι κοινό; Αναφύεται θεμελιώδες το ερώτημα. Αν όντως το εκ της σαρκός εστί σαρξ και το εκ του πνεύματος πνεύμα, πως τελείται η ενσάρκωση; Ως εικονολατρεία του σώματος ή ως εικονολατρεία του πνεύματος; Η εικονόφιλη θέση στηρίζεται στην πεποίθηση της Eνσάρκωσης. Αλλά κι οι αρχαίοι Έλληνες, που δεν υπήρξαν μάρτυρες της Eνσάρκωσης, την ερμήνευσαν πειστικά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα απ’ τους αγιογράφους των εικόνων, παρ’ όλη τη θεολογία τους. Aνάμεσα σε μια αττική επιτύμβια στήλη και μια χρυσοστιλβωμένη εικόνα, πού έχει άραγε αποδοθεί καλύτερα η εγκατοίκηση της θεότητας στα σώματα; Ας μη βιαστούμε, δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις.
Πολύν καιρό έψαχνα, μάλλον μάταια, να βρώ μιαν ασφαλή οδό ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική αντιμετώπιση, τη σύγχρονη και την παλιότερη, αρχαία, βυζαντινή, ασιατική, βόρεια, μεσογειακή, πρωτόγονη, παντού όπου ξεδιάκρινα έστω και υποψία πειστικού νοήματος. Μέσα του ’90 έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο για την ιστορία της εικονομαχίας, «Η απαγορευμένη εικόνα» του Αλαίν Μπεζανσόν. Άρχισα να μεταφράζω με βουλιμία κάποια αποσπάσματα τότε αλλά ποτέ δεν το τελείωσα. Δεν ήταν και τα γαλλικά μου σπουδαία, με απασχολούσε κι η χειρωναξία της ζωγραφικής παράλληλα, ωστόσο η ματιά του στην ιστορία του εικονοκλαστικού στοχασμού άνοιξε δρόμο στη σκέψη μου για να κατανοήσω ένα βαθύτερο νόημα στις ζωγραφισμένες εικόνες. Μαζί με τις δικές μου αγωνίες και τους πειρασμούς ν’αγγίξω το ανέγγιχτο, παραθέτω εδώ συνοπτικά και κάποιες από τις ιστορικές του αναφορές, που βάζουν κατά τη γνώμη μου μια τάξη στο χάος των ερωτημάτων.
Από παλιά λοιπόν, οι άνθρωποι ονομάζουν και παριστούν θεούς και ήρωες. H πλαστική αναπαράσταση των θεών εξαρτάται απ’ την αντίληψή που έχουν γι’ αυτούς. H Eλλάδα, όπως πρίν απ’ αυτήν η Aίγυπτος και η Mεσοποταμία, έδινε μορφή στους θεούς της. Για τους Έλληνες δεν είναι ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο. Eίναι ο κόσμος που παρήγαγε τους θεούς. “Aπ’ το Xάος γεννήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη Nύχτα, κι από το σμίξιμό τους, γεννήθηκαν ο Aιθέρας και η Mέρα”. Σ’ αυτήν την κατάσταση αθωότητας, όπου η ελληνική θρησκευτική τέχνη πορεύεται προς την τελείωσή της, ένα τμήμα εξίσου θρησκευτικό του ελληνισμού, η φιλοσοφία, αρχίζει να συλλογίζεται πάνω στην αναπαράσταση, να μετρά τη συμφωνία ή τη διαφωνία της με την ιδέα που είχαν οι πολίτες για το θείο και τις αποδεκτές μορφές αναπαράστασής του. Έτσι, ξεκινώντας απ’ τη φιλοσοφία, ανοίγεται ένας πρώτος κύκλος εικονοκλαστικού στοχασμού.
Από την τερατόμορφη μυθολογία, περνάμε με τον Όμηρο σε μια ανθρωπομορφική αντίληψη της θεότητας, και από την φυσική αντίληψη των προσωκρατικών φτάνουμε στην εμβάθυνση ή την εξύψωση, του Πλάτωνα, που θέτει όρους για την κοινωνική αναγκαιότητα της τέχνης. Οι επίγονοι, καταθέτουν δύο αντιτιθέμενες προσταγές: απ’ τη μια ότι το βλέμμα πρέπει να στρέφεται προς τη θεότητα, καθώς αυτή μόνο αξίζει τον κόπο να ατενίζεται κι απ’ την άλλη ότι είναι μάταιο, βέβηλο και ανόητο να την αναπαριστάς. Η εναντίωση τότε δεν έφτασε στην καταστροφή των εικόνων. H φιλοσοφία δεν υπήρξε ομόφωνη, ήταν άλλωστε εκλεκτικό κίνημα, δεν ασκούσε τέτοια επιρροή στη ζωή της πόλης. Έτσι η πόλη συνέχιζε να παράγει εικόνες θεόμορφων ανθρώπων και ανθρωπόμορφων θεών. H ενσάρκωση ή μάλλον η εγκατοίκηση του θείου μέσα στην ανθρώπινη μορφή ευδοκίμησε με μοναδικό τρόπο στην ελληνική τέχνη. O καλλιτέχνης είναι ο μεσάζων, ιερουργός-δημιουργός, ο ιερέας και ο θεολόγος. Το έργο είναι το μυστήριο αυτής της μεσολάβησης, η επιφάνεια της θεότητας, που μοιράζεται με τους ανθρώπους τον ίδιο κόσμο και ο καλλιτέχνης είναι το όργανο της πόλης που μορφοποιεί αυτή την κοινή πεποίθηση. Aυτή η τέλεια στιγμή, που την έχουν νοσταλγήσει όλες σχεδόν οι μεταγενέστερες εποχές, δεν διαρκεί πολύ. Η παρθενώνια τέχνη πάγωσε ήδη στον 4ο αιώνα, και παρότι επαναλαμβάνεται, αντιγραφόμενη ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού κόσμου, δεν ακμάζει πια παρά σε κάποιες εξαιρέσεις. Kρίση της πόλης σίγουρα, αλλά επίσης πνευματική κρίση που άπτεται και της ιδέας του σώματος. Ο Φίλιππος ανέθεσε το άγαλμά του μαζί με τους θεούς και επλήγη πάραυτα θανάσιμα. Με τον Αλέξανδρο, επιβάλλεται, στην Ελληνιστική πια οικουμένη του, η λατρευτική εικόνα του μονάρχη. Η παράδοση αυτή θα συνεχιστεί και στη Ρωμαϊκή εποχή με την πανταχού παρούσα εικόνα του αυτοκράτορα.
Η έπαρση και η ύβρις δεν θεώνουν τον ανθρώπο τον αποξενώνουν απ’ το θείο. Στην πολυεθνική οικουμένη το ανθρώπινο σώμα ξαναγίνεται φθαρτό, υπόκειται στον θάνατο, στη γήρανση, στην κόπωση, στον ύπνο, δεν είναι σώμα αληθινό. Μόνον οι θεοί, όντας αθάνατoι κατέχουν ένα σώμα τελειωμένο, ολόκληρο, οριστικό και αρχέτυπο. Η τέχνη δεν διαπαιδαγωγεί πια τους πολίτες στην αρετή και το κάλλος, εξαπλώνεται παντού και διακοσμεί εξίσου δημόσιους χώρους και ιδιωτικές επαύλεις, κατά τις επιθυμίες της εξουσίας και του χρήματος. Ο Πλίνιος και οι συγκαιρινοί του λόγιοι, περιφρονούν την τέχνη της εποχής τους. Αrs moriens, την αποκαλούν. Θνήσκουσα τέχνη, ξοφλημένη.
Αλλά η ζωγραφική κατέχει ακόμη κάτι μυστικό. Στην Αίγυπτο τα νεκρικά πορτραίτα ατενίζουν ήδη με ορθάνοικτα μάτια την αιωνιότητα που προσδοκούν.
Με την εμφάνιση του Χριστού στο Iσραήλ και την κατάκτηση της Aυτοκρατορίας, κι έπειτα του ρωμαϊκού Kράτους, από τη χριστιανική θρησκεία, δύο κόσμοι συναντώνται. Στην Παλαιά Διαθήκη, υπάρχει πάλι η θεμελιώδης αντίθεση. Βεβαιώνεται η ύπαρξη της εικόνας του Θεού (κατ εικόνα και ομοίωσιν του εποιήθη ο άνθρωπος) αλλά επιβάλεται η απόλυτη απαγόρευση της απεικόνισής του. Το ιερό διακοσμείται αλλα δεν εικονίζεται Με αυτή την εβραϊκή παράδοση σχετίζεται και η μουσουλμανική ερμηνεία. Απορρίπτουν και οι δύο τις εικόνες ως ανάξιες του αντικειμένου τους. Στην Καινή Διαθήκη όμως, ο Xριστός, όντας Θεός, είναι κι ένας ορατός άνθρωπος που δηλώνει: “…ει εμέ ήδειτε, και τον Πατέρα μου ήδειτε αν”. Έκτοτε θα δημιουργηθεί μια τεράστια πατερική γραμματολογία, όπου κάποιοι υποδεικνύουν τους λόγους μιας μελλοντικής εικονοκλασίας, ενώ κάποιοι άλλοι θέτουν τις βάσεις όχι μόνο της εικονοφιλίας, αλλά και μιας μεταφυσικής ερμηνείας της ιερής και της κοσμικής τέχνης.
Τα επιχειρήματα των εικονοκλαστών, φαίνεται να υπήρξαν μάλλον ισχυρά και ευλογοφανή αφού για να νικηθούν έπρεπε να προσπαθήσουν δύο γενιές θεολόγων, μέσω σφαγών και απίστευτων καταστροφών. Η νίκη των εικόνων, το 843, είναι μάλλον ασταθής συμβιβασμός παρά θρίαμβος –όπως τον γιορτάζουμε την πρώτη των νηστειών Κυριακή της ορθοδοξίας. Οι εικόνες επανεγκαθίστανται στους ναούς αλλά δεν είναι πια οι ίδιες. Η δογματική υπόδειξη της θεοπρέπειας συνοψίζει τυπικά μια πνευματικότητα αλλά περιορίζει την ελευθερία των ζωγράφων και ο φόβος της παράβασης οδηγεί σε επανάληψη και τυπολατρεία. Κι αν όντως η αγνόηση της προοπτικής ή η αναστροφή των κανόνων της, απέδωσαν εξόχως την πρόθεση πνευματικότητας, η αδιάλλακτη προσκόλληση στην αναστροφή δεν απέδωσε πάντοτε πνευματικότερη ζωγραφική ούτε ευδοκίμησε σε πνευματικότερες κοινωνίες.
Ο πρώτος κύκλος της εικονομαχίας τελειώνει με την προοδευτική εξασθένιση της αρχαίας εικονογραφικής τέχνης και την παγίωση της βυζαντινής τεχνοτροπίας. Οι εικόνες, ως εκφαντορικές του κρυφίου, είναι πλέον ιερές κι όχι απλώς ζωγραφικές παραστάσεις αγίων μορφών. Ο κανόνας, βέβαια, αν δεν ασκείται από άξια χέρια και εμπνευσμένα βλέμματα, αποβαίνει πνευματική αναπηρία. Αλλά το καταγωγικό πνεύμα της ζωγραφικής, βαθειά φυλαγμένο ανθεί και ελπίζει. Στους ύστατους κλυδωνισμούς, εκεί που η αυτοκρατορία καταρρέει, πρίν την άλωση, ο βυζαντινός τρόπος θα δώσει τα αριστουργήματά του, χωρώντας και τη χώρα των ζώντων μέσα στην χώρα του αχώρητου. Με αυτή την ύστερη λάμψη [στη μονή της Χώρας, στο Πρωτάτο κι αλλού], ανοίγει ο δρόμος για την μεγάλη Αναγέννηση, σε άλλον τόπο πια και με άλλους όρους.
Η καθολική εκκλησία, απέναντι, μετριοπαθέστερη στην μεταφυσική αντίληψη της εικόνας, δεν την θεωρεί ούτε απάτη όπως ο Πλάτωνας, ούτε είδωλο όπως η αποφατική Ανατολή, ούτε βέβαια μάταιη και άχρηστη. Αντίθετα, εκμεταλλευόμενη την ικανότητα της εικόνας να επιβάλλεται και να εξάπτει την ευσέβεια, την χρησιμοποιεί ευρύτατα στο ποιμαντικό της έργο. Με αυτήν θα ανακαινίσει οριστικά τον Ευρωπαικό πολιτισμό και θα λάμψει η τέχνη της σ’ όλον τον κόσμο. Αλλά κι αυτόν τον θρίαμβο της Αναγέννησης θα τον υποσκάψουν πάλι θεολόγοι και φιλόσοφοι, ανοίγοντας έναν δεύτερο κύκλο εικονομαχίας. Ο Καλβίνος, ο Πασκάλ, ο Καντ, ο Χέγγελ, ο οποίος μάλιστα ξεκαθαρίζει οριστικά ότι “η σκέψη έπαψε να αναγνωρίζει στην τέχνη την λειτουργία της αισθητής αναπαράστασης του θείου”.
Οι καιροί αλλάζουν. Ορίζοντες νέοι και πολλαπλάσιες ευκαιρίες ανοίγονται. Απροσδιόριστες ακόμη οι σκιές που ξεπετάγονται από παντού βιαστικές και ανατρεπτικές στο σύθαμπο της αυγής των Νέων Χρόνων. Ταράζουν την αυταρέσκεια και την αυτάρκεια των παραδεδομένων αρχών και διεκδικούν αλλαγές προς κάθε κατεύθυνση. Νέες και όλο νεώτερες ιδεολογίες και τάσεις μπερδεύουν τη θρησκευτική και την κοσμική αντίληψη, μυστηριώδεις εθνικές και διεθνικές αλχημείες οραματίζονται την πρόοδο και το μέλλον ως αειφόρο ανάπτυξη. Οι μάζες των λαών καλπάζουν απελεύθερες στο προσκήνιο της ιστορίας. Επωάζονται κι εφευρίσκονται -ισμοί και ολοκληρωτισμοί. Όλα πληθύνονται. Ακόμη κι ο εικονοκλαστικός στοχασμός αλλάζει τακτική, αυτή τη φορά, δεν καταστρέφει εικόνες, τις πολλαπλασιάζει, τις διασπάει σε τάσεις, ρεύματα, αιρέσεις, ατομικότητες κι ιδιωματισμούς και τις διασπείρει παντού. Γεμίζει ο κόσμος έργα, μανιφέστα, εικόνες. Γίνεται θέαμα κι εικόνα ο ίδιος.
Η τέχνη και ο στοχασμός του ανθρώπου έρχονται σχεδόν πάντα με ανατροπές και επιμειξίες. Ονόματα και χρήσεις αλλάζουν εύκολα, οι ουσίες είναι που δυσκολεύονται στις αλλαγές. Παλιότερα, πρίν τα ζητούμενα της τέχνης υποκατασταθούν από ρυθμούς και αρμονίες, μιλούσαμε για επιφάνεια θεοτήτων, ηρώων ή αγίων σε αγάλματα ή εικόνες, για παράσταση (και προσκύνηση) της αρετής και του κάλλους. Σε εποχές κορεσμένες απ’ την κενότητα αισθητικών αναλύσεων, αναζητούσαμε πάλι νόημα πέραν της τεχνικής και της διακόσμησης, στον συμβολισμό, στον ρομαντισμό, στην έκφραση του καλλιτέχνη ή στην καθαρή ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργεί, στον πρωτογονισμό, τον φουτουρισμό, στην αφαίρεση, στο ανεικονικό. Όταν ο Μάλεβιτς εξέθετε το μαύρο του τετράγωνο ψηλά, στην κόκκινη γωνία, που υποκατέστησε το εικονοστάσι με την οκτωβριανή επανάσταση, έγραφε “Ο Θεός δεν εξέπεσε”. Ενώπιον όμως της προφανούς απουσίας του Θεού στη νεωτερική σκέψη, δεν μπορούσε να παραστήσει την ανάγκη του, παρά με το ορθογωνισμένο σκότος της αγνωσίας. Αρνούμενος την εκκλησία ως ανίκανη να εκπροσωπήσει τον Θεό και τη μορφή ως ανίκανη να εκφράσει το απόλυτο, ξανάβρισκε, εν αγνοία του ίσως, το κλασσικό επιχείρημα της εικονοκλασίας.
Η απόπειρα κατά της μορφής, η ρήξη με το “αντικείμενο”, έχουν χαράξει μια τομή ανεπούλωτη στον πολιτισμό. Αλλά και όλες οι απόπειρες, οι ρήξεις, οι -ισμοί και οι αποδομήσεις, όλο και πιο γρήγορα παρασύρονται, παρά τη θέλησή τους, προς απύθμενους καταρράχτες συνεχών ακυρώσεων. Αντίτιμο της απιστίας στην αιωνιότητα είναι μια όλο και πιο εφήμερη ζωή με μια όλο και πιο εφήμερη τέχνη.
Στη σύγχρονη εποχή, η εικόνα, χειραφετούμενη απ’ το πρωτότυπο, γίνεται πρωτότυπο η ίδια. Aπαλλαγμένη απ’ την υποχρέωση να λειτουργεί σαν αναπαράσταση και να συνδιαλέγεται με τη φύση ή με τη θεότητα, η απόλυτη πλέον εικόνα, εικονική ή όχι, προτείνεται ως αντικείμενο λατρείας και δοξάζεται στα μουσεία, όπου συρρέουμε για να καταναλώσουμε την αυθεντικότητα όχι μόνο των έργων και του καλλιτέχνη, αλλά και την ανάπτυξη του εαυτού του ως έργο τέχνης. Συνευρισκόμαστε στα μουσεία σαν σε σύγχρονους ναούς, προσδοκώντας να ομονοήσουμε στο κοινό προσκυνούμε την κάθε ατομικότητα. Ενώπιον ακατάληπτων συνήθως και ακατανόητων αυτονομημένων ιδιαιτεροτήτων, που έχουν ήδη υποκλέψει και καρπωθεί για δική τους δόξα το απρόσιτο μυστήριο της θεότητας, θεατές και εκθέματα καλούμαστε να αποδώσουμε νόημα στο κενό, όντας θέαμα οι ίδιοι.
Τελευταία, συναινούμε αδιάφορα σε όλα και κλεινόμαστε όλο και πιο πολύ στην μόνωση της τεχνητής πραγματικότητας. Εξoφλούμε τις αξίες μας στο παρόν, δεν απολογούμαστε πια στην αιωνιότητα. Η νομιμοποίηση της ατομιστικής αυθαιρεσίας του καλλιτέχνη έχει υποκαταστήσει τη συνείδηση κοινότητας, παγιδεύοντας την τέχνη σε αυτοεγκλεισμό και στερώντας από συλλογικό νόημα την όποια ανώτερη ουσία θα μπορούσε να προσεγγίσει.
Η αύρα του έργου, ανάλογη με την τέχνη και το πνεύμα του δημιουργού, μπορεί ίσως ακόμη να υποβάλλει μια σωτήρια απόσταση και να περιβάλλει με σεβασμό το νοούμενο, διασώζοντάς το απ’ την ευτελιστική αμεσότητα της μαζικής ευκολίας, εφόσον βέβαια διαθέτει κι ο θεατής κάποιαν ανάλογη προσδοκία και ευλάβεια, αλλ’ αυτό δεν είναι ούτε δεδομένο ούτε αυτονόητο.
Το πρόβλημα της αναπαράστασης, για όσους ακόμη αγωνιούν, παραμένει λόγιο, όπως ήταν πάντοτε, άλλωστε. Παλίμψηστα τα ερωτήματα. Είναι άδειο το σκοτάδι; Τι βλέπουμε στο φως; Είναι η αναπαράσταση, παράσταση της στάσης μιας υπόστασης; Είναι η επιφάνεια, προφάνεια του αφανούς; Τι είναι προφανές και πώς παρίσταται; Μπορεί ο ανθρώπος να παραστήσει και κάτι πέραν του προφανούς, να εικονίσει το απόλυτο; Παρίσταται και ως εικόνα ή είναι μόνον έννοια ο Θεός; Έχει και πρόσωπο ή μόνο νόημα η αρετή; Είναι σώμα ή σήμα το ον; Είναι τούτου ή άλλου κόσμου το πνεύμα που εμψυχώνει την ύλη του ανθρώπου; Διαβαίνει επί το πρότυπον η προσκύνησις ή μένει επί της εικόνος; Και τι νόημα έχει η προσωπική έκφραση του δημιουργού αν δεν αντανακλά την αντίληψη της κοινότητας για το υψηλό και το κύριο; Ενέχει και πνεύμα ή είναι απλώς διακοσμητική η τέχνη; Είναι αισθητική ή ηθική κατηγορία το υπέροχον κάλλος, η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο; Ή μήπως ο κόσμος μόνον σώζει την ομορφιά; Και γιατί να υπάρχει μια ζωγραφιά κι όχι το τίποτε; Διεγείρει άραγε συνειδήσεις; Κινητοποιεί ή αποχαυνώνει; Συντηρεί το κατεστημένο ή ανατρέπει την αντίληψη του κόσμου; Είναι μοχλός εκπολιτισμού ή εργαλείο χειραγώγησης; Σχεδία διαφυγής ή κεντρομόλος συσσώρευση; Σωτηρία εαυτού ή κιβωτός της κοινότητας; Ποιά τέχνη κάνει το ένα, ποιά το άλλο; Ποιά εξυπηρετεί και ποιόν σκοπό, τίνος;
Αλλά ο κόσμος δεν είναι απέναντί μας για να μας δίνει απαντήσεις. Μόνο τα ερωτήματά μας αντηχεί και αντανακλά τα σημάδια μας. Ωστόσο αυτά τα ερωτήματα μας είναι πολύτιμα. Με τέτοια ερωτήματα διαμορφώνουμε την υπόστασή μας, μ’ αυτά φωτίζουμε το πρόσωπο μας, να φανεί. Από τέτοια ερωτήματα αναδύονται τα έργα μας, πάνω τους οικοδομούνται. Αυτά μας οδηγούν και μας ανάγουν όπου θέλουμε να αναχθούμε. Εμείς, είμαστε η απάντηση. Η τέχνη μας, τα έργα μας, οι πράξεις μας, η ζωή μας η ίδια. Ποίηση είναι η ζωή μας. Ένα μάθημα. Επ’ αγαθώ ή όχι εμείς αποφασίζουμε. Δική μας η ευθύνη.