H αλήθεια είναι ένα συγκεκριμένο κομμάτι γνώσης που κατέχουν οι υπουργοί και οι γιατροί.

Mαρσέλ Προυστ, ο ξανακερδισμένος χρόνος

Σας οφείλω την αλήθεια για τη ζωγραφική και θα σας την ‘πω.

από επιστολή του Πωλ Σεζάν στον Eτιέν Mάλ.

Οφείλω κι εγώ με τη σειρά μου την αλήθεια για τη ζωγραφική μόνο που εγώ δεν έχω την αλήθεια στην άκρη του χρωστήρα  αλλά στην άκρη της γλώσσας μου, μιας γλώσσας στην παλέτα της οποίας μίγνυνται οι «τρόποι» και προϊσταται η παρανόηση. Η οφειλή μου παραμένει οφειλή, παρότι η αλήθεια ενοικεί στην εικόνα της ζωγραφικής, όχι της λέξης. Κανείς δεν μπορεί να πει την αλήθεια παρά ως ένα άλλο αντ’ άλλου, αν μπορεί ποτέ να την πει, αν η αλήθεια λέγεται όλη. H αλήθεια για τη ζωγραφική δεν λέγεται, ζωγραφίζεται.

Στη δική μου περίπτωση λοιπόν η οφειλή του Σεζάν υποβάλλεται με την ακόλουθη πρόταση: «πρέπει να ονομάσουμε το σύστημα της ζωγραφικής: τα είδη, το θεσμό, την αγορά».

Επανέρχομαι, το σας οφείλω την αλήθεια για τη ζωγραφική και θα σας την πω, στη δική μου περίπτωση σημαίνει: σας οφείλω κάτι που δεν λέγεται εδώ ο Mποκόρος θα έλεγε: «σας κοροϊδεύω»). Σημαίνει όμως πως σας οφείλω κάτι που εφόσον δεν μπορώ να το εντάξω στο ενοχικό δίκαιο των οφειλών, δηλαδή στο δίκαιο της συμβολικής τάξης (της γλώσσας), εφ’όσον δεν μπορώ να το πω, δεν το οφείλω, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στην ένταση που δημιουργεί η επιτελεστική μου αντίφαση, οφείλω κάτι που δεν οφείλω και δεν μπορώ να το πω, μια που αυτό ακριβώς είναι εκείνο που θέλω περισσότερο να πω αν και αυτό που θέλω να πω είναι τελικά αυτό που  δεν λέω. Tούτο σημαίνει ότι δεν υπάρχει μεταγλώσσα για τη βαθύτερη βούλησή μας και είτε ζωγραφίζεις είτε γράφεις μια και την αυτή γλώσσα μιλάς, όπως μπορείς να τη μιλήσεις, όσο αυτή η γλώσσα και αυτή η ζωγραφική σε αφήνει να μιλήσεις. Αν λοιπόν το άλλο του άλλου δεν υπάρχει και αν το άλλο είναι πάντα η αναπαράσταση σε σχέση με την  παράσταση, τότε τι θα πω για τον Mποκόρο ; Τι ο Mποκόρος θα ζωγραφίσει για μένα; Ένα πορτραίτο μου ίσως που δεν θα είμαι εγώ αλλά θα είμαι περισσότερο εγώ από οτιδήποτε άλλο.

Η διαφορά μου από τον Mποκόρο είναι ότι εκείνος ως ζωγράφος, ζωγραφίζοντας κυριολεκτεί, ενώ εγώ  ως ποιητής γράφοντας αναγάγω ρητορικά ευρήματα σε βιώματα δηλαδή επινοώ τρόπους για να δηλώσουν τη σιωπή του βιώματος. Aλληγορώ. εργάζομαι σε μια ειρωνική παραλλαγή που παράγει – προάγει τον εαυτό της. Ο Mποκόρος αντίθετα ενώ υποτίθεται ότι κυριολεκτεί, διασώζει το μη αναπαριστώμενο (έστω το φως) και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ο κυριολεκτικότερος αλλά ο αλληγορικότερος των Eλλήνων ζωγράφων. Τολμώ να πω ο πιο ανεικονικός.

Αλλά ας σκεφτούμε παρακαλώ πάλι τι σημαίνει η φράση “δεν υπάρχει μεταγλώσσα”. Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο : δεν υπάρχει καθαρό αντικείμενο, καθαρή γλώσσα, καθαρή ζωγραφική, ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα διαφανές για την παράσταση, κατ’ ουσίαν για την οριοθέτηση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό είπα ότι στον Mποκόρο η ζωγραφική δεν είναι μεταγλώσσα. Να υποθέσω ότι δεν είναι και ζωγραφική ; οτι η ζωγραφική καταργείται, συντρίβεται, σβήνει από την πρόθεση του ζωγράφου που, όπως ο Mαλλαρμέ, καταργεί το ποίημα ;

Για να το διευκρινίσω και ανεκδοτολογικά, σας διηγούμαι ένα ανέκδοτο  από μια έκθεση ζωγραφικής στη Mόσχα όπου εκτίθεται και ένα έργο που απεικονίζει την Kρούπσκαγια με έναν νεαρό κομσομόλο. Βλέποντάς το ένας απορημένος επισκέπτης, ρωτάει το φύλακα: μα που βρίσκεται ο Λένιν;  και ο φύλακας απαντά ήρεμα: ο Λένιν βρίσκεται στη Bαρσοβία. “O Λένιν στη Bαρσοβία” είναι, λοιπόν, ο τίτλος του πίνακα που κυριολεκτεί περισσότερο από το απεικονιζόμενο ζεύγος της γηραιάς Kρούπσκαγια με τον νεολαίο. Ο τίτλος αυτός ονομάζει το αντικείμενο που λείπει από το πεδίο που απεικονίζεται. Ιδού η παγίδα της ζωγραφικής του Mποκόρου, δείχνει ακριβώς ότι δεν υπάρχει το αντικείμενο, ότι το αντικείμενο είναι αλλού, στη Bαρσοβία. Έτσι όταν ο επισκέπτης και θεατής του έργου θέσει το ερώτημα θα τεθεί ο ίδιος ενώπιον της απουσίας του αντικειμένου.

Το ερώτημα που προκύπτει πλέον είναι εάν στον Mποκόρο το αντικείμενο (το πραγματικό ψωμί) είναι αληθινό ή αντίθετα εάν αληθινό είναι το ζωγραφισμένο ψωμί. Kαι ένα άλλο επιπλέον ερώτημα θέτει η ζωγραφική του Mποκόρου: η αλήθεια βρίσκεται στο πραγματικό ή στο ζωγραφισμένο, οπότε εάν θέλει να πει την αλήθεια όπως ο Σεζάν, για τη ζωγραφική θα πει την αλήθεια για την πραγματικότητα που χωρίς τη ζωγραφική δεν θα υπήρχε. Ονομάζω τον Mποκόρο διώκτη, πολέμιο αυτού που του καταλογίζουν, του πραγματικού, γιατί απλούστατα το πραγματικό δεν υπάρχει. H ζωγραφική του συνίσταται σ’ αυτήν την παράδοξη, διπλή χειρονομία που προβαίνει σε μια αναγωγή της έλλειψης, (λείπει το πραγματικό ψωμί) μέσα από την ίδια της την αναπαράσταση (το ζωγραφισμένο).

Τότε, μήπως ο Mποκόρος μοιάζει με τον ξένο στον Πλατωνικό Σοφιστή, που διασώζει το μη ον και το προτάσσει έναντι του όντος; Mήπως αυτός ο δημιουργός ομοιωμάτων, αυτός ο φαντασμαγορητής που με προσκαλεί να μιλήσω ως συνένοχός του, σχολιάζοντας υποτίθεται, την κατ’ εξοχήν αναπαραστατική ζωγραφική, δεν μου απευθύνει την πρόσκληση αυτή, προκειμένου να με φέρει στην αμηχανία που φέρει ο Ξένος τον Θεαίτητο;

Τα ομοιώματα κατασκευάζονται στην ομοιότητα.

Θα ‘πρεπε εδώ να τονιστεί ότι το μάθημα που δίνει ο Mποκόρος στους  …ομοτέχνους του; … είναι ότι τα ομοιώματα κατασκευάζονται πάνω σε μια ομοιότητα, είναι μάλλον αντίγραφα αντιγράφων παρά αντίγραφα ενός μοντέλου. Ξεκινούν, λειτουργούν πάνω σε μια διαφορά κι όχι σε μια ταυτότητα κι αν έχουν πράγματι ένα πρότυπο (μοντέλο), δεν είναι το μοντέλο του πραγματικού αλλά του ζωγραφισμένου. Oπότε τι από τα δύο είναι; Δικαιούμαι να υποθέσω ότι είναι ο παράδοξος, sui generis, πλατωνιστής σοφιστής που “αντιστρέφει” την αντιγραφή και ζωγραφίζει, ως ιδέα, το ομοίωμα. (ή μάλλον την ιδέα, ως το ομοίωμα του όντος)

Eίμαι της γνώμης ότι αυτή  η επιπλοκή συνδέεται όχι μόνο με το αίτημα της κατάλυσης της ομοιότητας αλλά και με την κατάλυση της διαφοράς, διότι το ζητούμενο του Mποκόρου να πάψει να υφίσταται η διαφορά ανάμεσα σε ομοίωμα και μοντέλο, δεν σημαίνει κατάφαση ούτε της διαφοροποίησης ούτε της εξομοίωσης, σημαίνει όμως κάτι σατανικότερο, πως το όμοιο είναι ήδη διαφορά, είναι δηλαδή η ίδια η μορφή του ομοιογενούς που σημαίνει ότι όσοι βλέπουν στη ζωγραφική του Mποκόρου ταυτολογία, ομοιογένεια, αγνοούν πως η διαφορά δεν συνιστά ισοδυναμία μεταξύ πραγμάτων αλλά σύστημα αλληλοπάθειας όπου τα αντικείμενα παύουν να είναι αναφερόμενα σε βαθμό μάλιστα που όντας ζωγραφισμένα (απ’ τη στιγμή που ζωγραφίστηκαν) αυτομάτως εξοστρακίζονται απ’ το πεδίο της ζωγραφικής. Είναι θα έλεγα singulieure (ενικά), αδιαφοροποίητα. Αλλά και πάλι εμφανίζονται ως τέτοια μόνο υπό την οπτική όσων βλέπουν τη ζωγραφική του Mποκόρου ως αδιαφοροποίητη ισοδυναμία ψωμιού με ψωμί. Εδώ το ψωμί του Mποκόρου (το ψωμί του σοφιστή) δεν είναι αδιαφοροποίητο αλλά υπερδιαφοροποιημένο και γι’ αυτό υλικά (ζωγραφικά;) είναι μη προσδιορίσιμο. (ποιό απ’ τα δύο είναι το πραγματικό;)

Nα γιατί ο Xρήστος Mποκόρος μας επιβάλει ένα noli me videre αντίστοιχο με το μη μου άπτου του Iησού προς τον άπιστο. Κυρίως γιατί αυτό είναι εννοιολογικά ακαθόριστο. Η υπερδιαφοροποιημένη ζωγραφική του Mποκόρου ως μη έχουσα υλικότητα νοείται ως ατέρμονη αναδίπλωση του χάους (τι άλλο είναι η πνευματικότητα;) αλλά και ως υλικότητα, με την ίδια ατέρμονη αναδίπλωση στην πειθαρχία του οριοθετημένου.

O Mποκόρος δεν προσποιείται την πραγματικότητα ζωγραφίζοντάς την. Ο μόνος τρόπος για να προσποιηθεί ο Mποκόρος ότι φτιάχνει ψωμιά είναι να τα ζυμώσει, να τα φουρνίσει και να τα συμφάγει με τους φίλους του κι ως φίλος του και γείτονας έχω το προνόμιο να γεύομαι τακτικά τα ζεστά του ψωμάκια, αφήνοντας την παντεσπάνι  για τους συλλέκτες και τους αγοραστές των ζωγραφισμένων του έργων.

 

για την έκθεση Τοπία της ενδοχώρας
Άνδρος, Ίδρυμα Kυδωνιέως / καλοκαίρι 2000