Σκοτεινοί λόγοι αναμοχλεύουν το ερώτημα για την ιστορική αντοχή κάποιων καλλιτεχνικών προσεγγίσεων ή περιηγήσεων. Κοιτώντας την διακινούμενη εικαστική ύλη, ή ό,τι την επικαλείται, νοιώθω διαρκώς το εγχάρακτο, δυσάρεστα σχηματισμένο ερώτημα. Και δεν εννοώ αυτό που εκκινεί από την κατηγοριοποίηση των καλλιτεχνικών γεγονότων κατά μια ποιοτική ιεράρχηση, – αν δηλαδή τα «υψηλότερου» επιπέδου έργα ανθίστανται, σε αντίθεση με τα «χαμηλού» επιπέδου τα οποία είναι θνησιγενή – όσο εκείνα τα ερωτήματα που φυτεύονται στην ιδρυτική συνθήκη του έργου και της κοινωνικής του συνεκφοράς. Εξακολουθεί, π.χ. να υφίσταται το αίτημα χρόνου, δευτέρας αναγνώσεως, αναστοχασμού κλπ.;, Εξακολουθεί να το προϋποθέτει το ίδιο το έργο αλλά και να το διατυπώνει ο δημιουργός; Είναι η ανάγνωση του έργου τέχνης μια πράξη διάρκειας; Εντάσσεται μέσα στην ηθική του έργου η πολλαπλή πλαστική διαπραγμάτευση των μερών του, των μελών του ; Και κάτι τέτοιο αποτελεί την οριστική υλοποίησή του; Η επιμονή και η φόρμα αποτελεί το καλλιτεχνικό του τεκμήριο;

Ως πρόφαση χρησιμοποιώ δύο εκθέσεις ζωγραφικής που έγιναν μέσα στο 2004 και που κατά την γνώμη μου απαντούν στα ερωτήματα, δηλαδή τα ξαναθερμαίνουν . Του Χρήστου Μποκόρου και του Αλέκου Λεβίδη. Επελέγησαν ως παραγωγικές, από το πλήθος των (πολλών αναξιόλογων και λίγων αξιόλογων) εικαστικών-εορταστικών εκδηλώσεων του 2004, για δυο λόγους. Πρώτον, έχουν σαν θεμελιακό αναφορικό–αφηγηματικό τους πυρήνα, το πραγματικό ή ακριβέστερα το αναγνωρίσιμο. (Ας σημειώσω εδώ ότι από το – απωλεσθέν πια – νεωτερικό διάβημα, κληροδοτήθηκε η ελευθερία να νοούμε την αφήγηση όχι μόνο ως παράσταση αλλά και ως εκδήλωση αφηρημένων, δομικών, στοιχείων). Και δεύτερον, πρόκειται για εργασίες δυο έγκυρων, διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και γενιάς, αλλά υψηλού επιπέδου δημιουργών, οι οποίοι με την ζωγραφική τους μεταβάλλουν την αναφορά τους, σε έναν βαθύ ενεστώτα. Άλλωστε σε μια πυκνή ζωγραφική διαπίστευση το έργο απολακτίζει τον ιστορικισμό, και γίνεται το ίδιο ιστορικός χρόνος. Ή πιο απλά είναι ωραίο.

Αυτή η απωθημένη λέξη, το ωραίο, (και όχι το «καταπληκτικό» ή το «ενδιαφέρον», τα πιο συνηθισμένα, δηλαδή, επίθετα που κρύβουν την απόλυτη αδιαφορία ή την αποστροφή ή την πλήξη) απαιτεί μια άλλη επικαιρότητα. Και- αλίμονο- μια ισχυρή θεωρητική «κατοχύρωση». Το ωραίο εγείρει μια καχυποψία. Θεωρείται τόσο αυτονόητο, που γίνεται παρωχημένο. «Τι θα πει ωραίο;», θα αναρωτηθεί κάποιος κειμενογράφος από την νεοφώτιστη πτέρυγα της ιστορίας «Ένα βιντεο -υπερέμφασης- του Μπρους Νάουμαν ή ένας βιντεοσκοπημένος αυτοτραυματισμός της Αμπράμοβιτς δεν είναι ωραία έργα; Τι εννοούμε με τον όρο ωραίο; Ο Πικάσσο με τις δεσποινίδες της Αβινιόν εξόργισε το μικροαστικό γούστο αλλά ιστορικά είναι βεβαιωμένο ότι θήτευσε στο ωραίο.» Κ.λ.π Πίσω από την σχετικοκρατία της αλληλουχίας των δικηγορίστικων συλλογισμών, εμφωλεύει και καλλιεργείται η «υποψία» ότι το ωραίο μπορεί να κατοικεί παντού και στο οτιδήποτε. Και το «παντού» και το «οτιδήποτε» οδηγεί στην συντριπτική κριτική σιωπή. Την έκλειψη της κριτικής. Η μορφολογική και ηθική δημοκρατία του ωραίου, η πολυσημεία που γίνεται πανσημεία,, αποσυνθέτουν την έννοια ,αλλά κυρίως την επιθυμιακή βάση του ωραίου.

Πίσω από την εννοιοκρατική ευκολία και τις αφελείς παραχωρήσεις της διακινούμενης (και προσοχή: υποχρεωτικά διεθνούς) τέχνης, κρύβεται η τύρβη του απόμακρου από το αναγκαίο. Από το έργο, που στο σώμα τουδιακρίνεται και η αιτία που το γέννησε.

Ο Χρήστος Μποκόρος από νωρίς, σχεδόν από τα φοιτητικά του χρόνια, ήταν ζωγραφικά αποφασισμένος. Ήταν ψύχραιμος είτε προς τις μετεμπρεσιονιστικές αντιφάσεις, είτε προς τις απλουστεύσεις του νεοφώτιστου εξπρεσιονισμού οι οποίες, κατά την 10ετία του ΄80, επηρέαζαν την ΑΣΚΤ.

Η σχέση του με το ορατό συγκροτούνταν πάνω σε ισχυρές και ισχυρόγνωμες αποφάσεις. Χρησιμοποιούσε μια σύνθετη και απαιτητική τεχνική συναρθρώσεως των συμπληρωματικών χρωμάτων, για να πει συνήθως μια μικρή και εμπρόθετα αόριστη κουβέντα. Π. χ. έναν τοίχο άσπιλο και σιωπηλό, ζωγραφισμένο με εξαίρετες πειθαρχίες ώχρας και ψυχρών υπόγκριζων σκιών, ο οποίος κορυφώνεται σε μια πενιχρή πρίζα, σε μια κόκκινη κλωστή.

Η εκτενής χρήση μιας τέτοιας χρωματικής ησυχίας, μιας τεταμένης –από την χρήση των συμπληρωματικών- χρωματικής εξειρήνευσης παρήγαγε την δική της ένταση εντός της εικόνος. Με τα χρόνια φαίνεται ότι το βαθύ, κερδισμένο λεξιλόγιο δεν του αρκούσε. Η σπουδαία παραστατικότητά του χρειάζονταν και μια δεύτερη: ένα σύστημα εννοιών που διακονούν στον δικό τους ισχυρισμό για να νουθετήσουν τον θεατή. Και σ΄αυτή την δεύτερη φάση, το ακριβές και ευκρινές εικονογραφικά, διάβημα εξακολουθούσε να νοηματοδοτεί έναν «άγραφο» χώρο. Οι δοκιμές του με θέμα την ελιά είχαν αυτή την διπλή ευστάθεια. Στην τελευταία του έκθεση –εντός του 2004 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη- ο Χρήστος Μποκόρος παρουσίασε μια κατασκευή από κάθετα ανηρτημένες παλαιές και φθαρμένες σανίδες που καταλήγουν σε μια ερεβώδη τονικά περιοχή, αλλά εκκινούν από άνθη, ωραία ζωγραφισμένα στην λιπόσαρκη κάτω πλευρά τους. Άνθη που εκμεταλλεύονται τον φυσικό ξυλώδη προπλασμό των σανίδων, όπως συχνά και πειστικά κάνει ο ζωγράφος. Παραλλήλως με το ξύλινο σκηνικό και σκοτεινό «λιβάδι» συνεκτέθησαν τρεις ανδρικοί κορμοί. Επίσης κτισμένοι με ένα καίριο και ευθύβουλο σχέδιο. Τα έργα, είναι περισσότερο υποσχέσεις έργων, υπαινιγμοί ενός κελύφους εύκρατης ζωγραφικής. Ο Χρήστος Μποκόρος, στην τελευταία του έκθεση, διαχειρίζεται τις ενδιαφέρουσες αντιφάσεις του. Είναι ζωγράφος υψηλού διανοητικού αλλά και τεχνικού επιπέδου που αναμετράται από την μια με τον δύσκολο καιρό και από την άλλη με την ίδια την τεχνική του επάρκεια. Ό,τι και να πει κανείς σήμερα, θα είναι λιγότερο από το «πραγματικό». Το «πραγματικό» επινοεί αυτομάτως τους τρόπους εκφοράς του, εφόσον αίρεται, αναρτάται στην θέση του ιδανικού. Το εξιδανικευμένο «πραγματικό» δεν έχει ανάγκη την μεσιτεία του καλλιτέχνη για να μνημειωθεί. Φαίνεται ότι η χαμηλόγνωμη και πυκνή ζωγραφικότητα του Μποκόρου παρ΄ ότι «περιλαμβάνει» απολύτως τον δημιουργό της, παρ΄ ότι την αισθάνεται και δεν την διεκπεραιώνει, δεν του αρκεί για να πει όσα ενδεχομένως θα ήθελε. Στην τελευταία του έκθεση η εννοιοκρατική εμβολή είναι εντονώτερη. Ο πολιτικός θρήνος για την Αριστερά και το αντάρτικό, για το άλυτο ιστορικό ερώτημα του μετεμφυλίου, αλλά κυρίως, ένα είδος πολιτιστικού θρήνου που εκδηλώνεται από την αναχώρηση του ίδιου του ζωγράφου στην μικρή ορεινή κοινότητα. Όλες αυτές οι επικλήσεις προοικονομούν νοηματικά τις λίγες συνθέσεις του. Κυρίως όμως κατά τους ισχυρισμούς του ζωγράφου και όχι τόσο από την εσωτερική οικονομία των έργων. Αυτές οι επικλήσεις όμως, αποτελούν έναν κώδικα, ένα μικρό νεύμα προς τον ομόδοξο. Δεν τα χρειάζεται η ζωγραφική για να ειπωθεί, αλλά ο θεατής για να «μιλήσει» μαζί της.

Εν τέλει ο ζωγράφος είναι συνεπής. Πάντα επινοούσε τρόπους ισχυρής επαφής με το θεατή και με την ιστορική σύμπτωση. Αυτό εδράζονταν σε ένα ισχυρό ζωγραφικά σύστημα, δεν ήταν εικονογραφική παραχώρηση, δεν κατέληγε σε ζωγραφική έκπτωση.

Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Βεβαίως η καθοδηγητική μέριμνα του καλλιτέχνη πιθανόν να περιορίζει τον αυτό-σχολιασμό των έργων από την φόρμα, από τις αβεβαιότητες, και τις πλαστικές επινοήσεις. Τα καθιστά περισσότερο ευάλωτα στην φιλολογική παρανάγνωση, τα κάνει να αποκρύπτουν παρά να φανερώνουν. Ο θεατής μπορεί να αναμετρηθεί πιο ολοκληρωτικά με τα υπαρκτικά του ερωτήματα εξ αφορμής του πυκνοδομημένου έργου τέχνης παρά αναθέτοντας στο έργο ένα τέτοιο ρόλο ή παρά αναλαμβάνοντας το έργο μια τέτοια αποστολή.

Ο θεατής δεσμεύεται περισσότερο από τα στοιχεία προθετικότητας του καλλιτέχνη. Έχει την ψευδαίσθηση ότι καταλαμβάνει ολικά το έργο επειδή μπόρεσε να συνεννοηθεί με τις προθέσεις του καλλιτέχνη. Στην ζωγραφισμένη επιφάνεια συμπιέζονται και διαστρωματώνονται αντικρουόμενες προθέσεις, λογικές και ηθικές ασυνέπειες. Η ζωγραφισμένη- μη πριμοδοτημένη αφηγηματικά -επιφάνεια αφηγείται στο τέλος πειστικότερα. Η έννοια -ιστορικά- δεν έγινε φόρμα παρ΄ όλο που σφετερίστηκε την ηθική της φόρμας. Ούτως ή άλλως όμως ο Χ. Μποκόρος ως ποιοτικός ζωγράφος μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις να διχαλώνει την ποιητική του δικαιοπραξία. Ακόμα και αν ο κριτικός θεατής πηγαίνει στην έκθεσή του προσδοκώντας περισσότερο, μια ζωγραφική συντελεσμένη και όχι απαραιτήτως έξυπνη.

Να που επανεγείρεται το θεμελιακό ερώτημα στο οποίο κατάληξε το νεωτερικό άκρο: Για να συντελεσθεί ή ζωγραφική λειτουργία, χρειάζεται η παραστατικότητα, ή η φόρμα είναι ιστορικά και νοηματικά αυτεξούσια -και αποτελεί το υπέρτατο στοιχείο πληρώσεως όλων των εκφραστικών ερωτημάτων- όπως ισχυρίστηκαν οι φορμαλιστικές εκδοχές κάθε είδους; Ο Χρήστος Μποκόρος με την δουλειά του ανακαλεί εκ νέου τα πλείστα. Το είδος του θεατή που αναζητάει τον πλούτο των χρωματικών και σχηματικών ρυθμών, αλλά και το είδος του θεατή που χρειάζεται μια σκηνική δράση του έργου ως περιβάλλοντος ιστορικών φράσεων. Η δουλειά του απευθύνεται αλλά και προϋποθέτει και στις δύο κατηγορίες οράσεων. Συστήνει ένα δικό της είδος ποιοτικής πληρότητας, όπως συμβαίνει με κάθε έργο που αιτείται το Υψηλό.

Δημήτρης Α. Σεβαστάκης
ζωγράφος, επ. καθηγητής σχολής Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π.