Νηστεία ‘σαρακοστιανή μα είναι το πένθος αναστάσιμο κι ανθίζουν ευωδιά στο κρύο τα λουλουδάκια. Σφίζουνε τα κλαριά μπουμπούκια και χυμούς, έτοιμα να πετάξουν. Πετάνε τα κλαδιά; Πετάνε! Κι όταν δεν έχεις πόδια να σταθείς πετάει ο νούς σου κι όπου θες σε πάει. Τι κι αν η χώρα σέρνεται σε λάσπες και παγίδες; Πατρίδα και Μητρίδα γνέφουνε πάντα από ψηλά απείραγες, φευγάτες. Κανείς δεν θα σου δώσει αυτό που πρέπει ν’ αξιωθείς αν δεν κοπιάσεις να το πάρεις. Σήκω με τ’ αεράκι, ανασκουμπώσου. Πιάσε το νήμα της βροχής να σ’ ανεβάσει. Πίσω απ’ τα σύννεφα αιθρία, ξαστεριά κι ας λένε άλλα του συρμού οι μαντατοφόροι. Δεν σώζεται κανείς με πρίζες και κουμπιά. Όποια ψυχή τολμά να σηκωθεί δεν έχει ανάγκη δεκανίκια.

Επέτειος εθνεγερσίας σε καιρούς διεθνούς ταπείνωσης. Λόγια κενά, κουβέντες κούφιες πιά όλ’ αυτά. Οι ήρωες νεκροί ξεθωριάζουνε στη λήθη και την ανημπόρια, στην υποτέλεια αγορασμένων ανέσεων. Στην εποχή της λήθης να θυμάμαι. Το “μη φοβού” Ευαγγελισμός. Πάθος πικρό η οδός προς την Ανάσταση. Νήφε λοιπόν και μέμνησο απιστείν. Βοηθός ανέλπιστος στην πίστη η απιστία.”Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία”.

___________________________________________________________________________________________________

 

Εξεπλάγη ο κύριος Σάβας όταν άκουσε στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση ότι δεν δηλώνω φιλότεχνος. Είναι αλήθεια ότι προτιμώ το φιλόπατρις αν ήταν να ορίσω κάπως την αγωνία που διαμορφώνει το έργο μου. Γιατί το άκρον άωτον της αισθητικής είναι η ηθική μας στάση στον κόσμο. Δεν είναι μόνον η ταύτιση της αισθητικής με την ηθική που διετύπωσε ως αφορισμό ο Witgenstein σ’ εκείνο το “ethics and aesthetics are one“.  Είναι αρχαιότερη η έμπρακτη καταγωγή αυτής της θέσης. Με γοήτευε πάντα το επιτύμβιο του Αισχύλου που έκανε τους νέους της Σιδώνας να αγανακτούν στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη. “Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας, αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαρυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος“.  Τον Αισχύλο τον Ευφορίωνα, Αθηναίον, κρύβει νεκρόν τούτο το μνήμα στα σταροχώραφα της Γέλας και για την ευδόκιμην αλκή του, την ανδρεία του, θα ‘χαν να ‘πουν το άλσος του Μαραθώνα κι οι μακρυμάλληδες οι Μήδοι που την εγνώρισαν.  Ούτε λέξη για τις τραγωδίες του που τον αφήσαν αθάνατο στους αιώνες. Αν δεν αρδεύεται η Τέχνη απ’ την ζωή δεν πρόκειται να την αρδεύσει η Τέχνη. Το νόημά της είναι πάντα στη ζωή. Η ζωή είναι το νόημά της. Κι αν είναι η τέχνη αίτημα αθανασίας, είναι γιατί πλήτει τον παντοβόρο χρόνο που μας δαπανά αδαπάνητος και σώζει μιαν εικόνα της μορφής από τη λήθη στο αντίθετό της, στην α-λήθεια και την αιωνιότητα. Μόνο μας προικιό η μνήμη και το ήθος της που διαμορφώνει τη ζωή μας. Μόνη μου αντίσταση στην εποχή της λήθης να θυμάμαι και να παριστώ εν δόξη αυτήν την μνήμη ως μνημείο. Κι άλλο δεν θέλω παρά να μιλήσω απλά να μου δοθεί ετούτη η χάρη, τα λόγια του Σεφέρη, …μιας και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

 

Εαρινή ισημερία σήμερα, άνοιξη μεσ’ στη ‘σαρακοστιανή θυσία, μεθαύριο του Ευαγγελισμού, επαίτειος εθνεγερσίας, κι έρχεται η Ανάσταση, που δεν κατέχει από εθνικές και διεθνείς ταπεινώσεις, μόνο το πικρό Πάθος της γνωρίζει. “Ηρωικά Αναστάσιμα” ο τίτλος της έκθεσης. “Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρ’μο”. Το “μη φοβού” κρατώ απ’ τον Ευαγγελισμό, κι από την επανάσταση το παράδειγμα των ελεύθερων πολιορκημένων. “Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι· θέλει Αρετή και Τόλμην η Ελευθερία”.