Πίσω από την παραλία του Κάμπου στην Πάτμο, ανάμεσα στα χωράφια, είναι μια μικρή συστάδα δέντρων. Κυπαρίσσια, πεύκα, σκίνα και συκιές φυλάνε κρυμμένο μαζί με τα πουλιά, ένα μικρό εκκλησάκι ανάμεσά τους. Ακουμπισμένο οριζόντια πάνω από το άνοιγμα της ξερολιθιάς που τα περιβάλλει, ένα ξερό κλαδί, μκρός φραγμός, μεγάλο εμπόδιο, η είσοδος. Αν το σηκώσεις, πατάς τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια και μπαίνεις στην μοσχοβολημένη δροσιά της σκιάς. Αφιερωμένο των αγίων Κυρήκου και Ιουλίτης.
Δεκαπέντε του μηνός Ιουλίου λοιπόν, ανήμερα τ’ Αη Κηρυκού, πηγαίνουμε πρωί-πρωί, κουβαλώντας γλυκά για να φιλέψουμε όσους κοπιάσουνε, και τα αναγκαία για να μοιράσουμε τα κόλυβα των ανακληθέντων που μνημονεύονται. Πρώτο το όνομα της Ματίνας, που μας άφησε κτήτορες του ναϊδρίου και …ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών. Καθιέρωσα να φέρνω μαζί μου κι ένα μπουκάλι τσίπουρο με ποτηράκια για να ξανάβρει τη φωνή του μετά την ψαλμωδία ο επιρρεπής ψάλτης κι όποιος άλλος το λιμπιστεί. Το εκκλησάκι είναι πολύ μικρό, για να χωρέσει το εκκλησίασμα, ούτε δέκα νοματαίοι δεν στέκουνε μέσα. Έτσι στρώνουν απ’ έξω ένα τραπεζάκι με τον άρτο και τα ευλογίδια. Εκεί έξω, αναβοσβήνουν τα κεριά και τελείται το μυστήριο. Ασβεστωμένες αποβραδίς για τον εσπερινό οι μεγάλες πέτρες και ολόγυρα στρωμένος ο τόπος με κομμένα κλαδάκια μυρσινιές. Μέχρι να τελειώσει η λειτουργία μαζεύονται σιγά-σιγά καμμιά τριανταριά, σαράντα άνθρωποι. Ντόπιοι, τριγυρινοί οι περισσότεροι, ευπρεπισμένοι με τα καλά τους ρούχα και εμφανή τα ίχνη καθημερινών μόχθων στα κορμιά τους. Και πολλά παιδιά, προστάτης τους ο τριετής άγιος.
Λάβαμε τη θέση μας με τη Χαρίκλεια στη γωνία κάτω απ’ το κλαδεμένο σκίνο κι άρχισε ο παππάς τα εν ειρήνη. Αντιφωνούσανε ζηλωτές, ο Γιάννης, από τη Λαγκάδα κι ο Δημητράκης, ο «ειλικρίνειας». Δεν πέρασαν δύο λεπτά και δυό πουλιά, κρυμμένα στις φυλλωσιές, άρχισαν να κελαηδάνε παράφορα, ξεπέρασαν τους ψάλτες. Σηκώνει ο παππά Νικόλας το χέρι του : Σωπάστε παιδιά μου, τους λέει, δεν μας έχει ανάγκη ο Θεός. Και στάθηκε η λειτουργία κι ακούγαμε τα πουλιά, ώρα πολύ, μέχρι που φτερούγισαν. Ο ήλιος ανέβαινε, καθάριζε το φως του και χρύσωνε τα θερισμένα, καλοκαρινά χωράφια, που έλαμπαν εκτυφλωτικά ανάμεσα από τις σκοτεινές σκιές των δροσερών δέντρων που μας κύκλωναν.
Σαν να ‘βλεπα το Άξιον εστί, ζωντανό μπροστά μου, τα γόνατά μου λυθήκανε.
… εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης, ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια, ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε. Χαίρε η καιομένη και χαίρε η χλωρή, χαίρε η αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί, χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβύνονται, χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται, χαίρε …
Πάτμος, καλοκαίρι 2011.