Αναδρομές
Πρίν από δέκα χρόνια ο Xρήστοε Mποκόρος έκανε τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Aθήνα. Ζωγράφιζε από πολύ νέος, έιχε ήδη εκθέσει επανειλημμένα, πολλοί τον ήξεραν και εκτιμούσαν την τέχνη του. Αλλά εκείνη η έκθεση στην “ Ώρα”, συζητήθηκε ευρύτερα, είχε αυτό που λέμε επιτυχία και, κατά κάποιον τρόπο, καθιέρωσε το ζωγράφο ως δόκιμο νέο καλλιτέχνη με πολύ καλές προοπτικές. Η εποχή ήταν πλούσια σε εμφανίσεις καλλιτεχνών της νεότερης γενιάς, οι οποίοι επρόκειτο να καθορίσουν, όπως φάνηκε σύντομα, το καινούριο πρόσωπο της ελληνικής ζωγραφικής.
Πολλά από τα έργα εκείνης της έκθεσης είχαν συνέχεια στη μετέπειτα δουλειά του, ως προς τη θεματολογία ή την αισθητική τους. Και πολλές από τις αντιδράσεις που εκφράστηκαν τότε, θετικές, αρνητικές ή ανάμεικτες, επαναλαμβάνονται αυτούσιες ή ελαφρώς παραλλαγμένες σε κάθε νέα του έκθεση. Εν ολίγοις η εξέλιξή του, μέχρι τώρα, υπήρξε συνεπής και απολύτως αναγνώσιμη, αν και όχι πάντα προβλέψιμη. Η αισθητική πρόταση και η προτίμηση σε κάποια υλικά είναι τα εμφανή και σταθερά μορφικά χαρακτηριστικά της πορείας του. Aυτά λειτουργούν ως φορείς ενός πνευματικού προβληματισμού, πτυχές του οποίου παρουσιάζονται σε διαδοχικές θεματικές ενότητες, αυτόνομες, αλλά με κοινά σημεία αναφοράς.
Bέβαια ο καλλιτέχνης βρίσκεται στην ακμή της σταδιοδρομίας του, και έχει μπροστά του περισσότερο δρόμο, από όσον έχει ήδη διανύσει. Σύμφωνα με την παραδοσιακή λογική των τεχνοϊστορικών κατατάξεων, η ολοκληρωμένη αποτίμηση του έργου του θα ήταν πρόωρη. Αλλά η τέχνη των τελευταίων δεκαετιών έχει διαμορφώσει λιγότερο αυστηρές σχέσεις με την Iστορία, και θα ήταν λάθος να μην επωφεληθούμε όλοι από αυτές.
Εξάλλου η ωριμότητα της ζωγραφικής του επιτρέπει άνετα μια πρώτη απόπειρα συνολικής προσέγγισης.
Για τη μορφή
Σε κανένα έργο τέχνης δεν αρμόζει ο διαχωρισμός του μορφολογικού από το θεματικό μέρος, εφόσον και τα δύο βαραίνουν εξίσου στο τελικό αποτέλεσμα. Ειδικά στην περίπτωση του Mποκόρου, η στενή σχέση της γραφής με το θέμα απαγορεύει κάθε τέτοια σκέψη. Η απαγόρευση μπορεί, όμως, να θεωρηθεί και ως πρόκληση. Γι’ αυτό, και επειδή η θεματολογία προβάλλεται, κατά κανόνα περισσότερο από τη μορφή, δεν θα ήταν άσκοπο να εξεταστούν τα μορφολογικά στοιχεία αυτής της ζωγραφικής, σαν να προϋπήρχαν του θέματος. Το αντίστροφο θα ήταν εξίσου αυθαίρετο μόνο πιό συνηθισμένο.
Από τα πιό σταθερά γνωρίσματα, σε όλη την έκταση του ζωγραφικού του έργου, είναι η αναπαραστατική δεξιοτεχνία, φυσικό χάρισμα που τρέφεται με σκληρή εργασία, το οποιό εντυπωσιάζει άμεσα, και συχνά δημιουργεί ένα είδος αμηχανίας. Σύμφωνα με ορισμένες προκαταλήψεις της μοντερνιστικής ιδεολογίας, ισχυρότατες, μέχρι πρότινος, σε ένα μέρος της νεοελληνικής αισθητικής παιδείας, ο θαυμασμός για ένα εικονιστικό έργο υψηλής πιστότητας γεννάει αυτομάτως ένα είδος καχυποψίας. Ίσως να μην έχει εκλείψει εντελώς ο παλιός φόβος του νατουραλιστικού ακαδημαϊσμού, που παγιδεύει το θεατή σε αμφιρρέπουσες κρίσεις. Έτσι η άψογη εκτέλεση των έργων του Mποκόρου προκαλούσε εξαρχής συζητήσεις, μάλιστα του είχε κλέψει λίγο την παράσταση προ δεκαετίας, ενώ έκτοτε αυτός ο κίνδυνος έχει αισθητά απομακρυνθεί.
Η παραστατική ζωγραφική έχει περάσει από πολλές φάσεις στη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Κατά καιρούς υποβαθμίστηκε, άλλοτε συνδυάστηκε με συγκεκριμένες προθέσεις, στο πλαίσιο συγκεκριμένων επώνυμων ρευμάτων. Αναβαπτίσθηκε άπειρες φορές σύμφωνα με τους διάφορους “-ισμούς” της σύγχρονης τέχνης, άλλαξε πρόσωπα, έχασε την παλιά της πρωτοκαθεδρία και την ακόμη πιό παλιά της αγνότητα. Καλύτερα. Καμμιά ζωγραφική, παραστατική ή όχι, δεν μπορεί σήμερα να είναι αθώα. Επιλέγεται συνειδητά, ανάλογα με τις έμφυτες τάσεις του ζωγράφου ή / και τις επιταγές των καιρών. Η επιλογή του Mποκόρου οφείλεται σε έμφυτη κλίση, την οποία ο ίδιος φροντίζει να καλλιεργεί και να επεξεργάζεται διαρκώς. Η ρίζα της τρέφεται με την πανάρχαια ηδονή της δημιουργικής μίμησης. Εδώ η είκόνα δεν αντανακλά, ως είδωλο, την πραγματικότητα, αλλά τη φανταστική παραλλαγή της σε όραμα. Αντικαθιστά την απλή ομορφιά των φαινομένων με τη φορτισμένη αισθητική τους μετάπλαση. Η πειστικότητα της εικόνας δεν βασίζεται τόσο στην ψευδαίσθηση, όσο στην προβολή του πεποιημένου χαρακτήρα της.
Ανάλογο παιχνίδι παίζουν τα υλικά και τα τεχνικά μέσα, με τα οποία ο καλλιτέχνης διατηρεί μια γόνιμη σχέση συνενοχής. Τα χρώματα δηλώνουν ευθέως το ρόλο του εικαστικού μέσου, κρύβοντας έντεχνα την υλική τους ταυτότητα, για να αποκαλύψουν καλύτερα τις υψηλές δυνατότητες της χρήσης τους. Η απάτη του “αχειροποίητου” επεκτείνεται, με την ίδια παιγνιώδη ειλικρίνια στα εξωκαλλιτεχνικά υλικά, ξύλα ή άλλα αντικείμενα δανεισμένα από το περιβάλλον, τα οποία υποδύονται αβίαστα τον εικαστικό εαυτό τους.
Διότι εικαστικός είναι ο χώρος, καθώς και το φως, περίτεχνη σύμβαση σαν σε σκηνή θεάτρου, καλλιτεχνικό μέσο που αγιάζεται, αν αγγίξει το σκοπό του. O ζωγράφος κλείνει με νόημα το μάτι, στήνοντας αυτό το υποβλητικό πλαίσιο. Ο θεατής υποψιάζεται ήδη ότι θα συμμετέχει στην πρόβα, και καλείται να διαλέξει ο ίδιος, αν μπορεί, το ρόλο του στο έργο.
Για τα θέματα
Πριν αρχίσει να παρουσιάζει τα θέματά του σε οργανωμένες ενότητες, ο Mποκόρος ζωγράφιζε πράγματα και πρόσωπα του περιβάλλοντός του, ερευνώντας, προφανώς, τα μυστικά της τέχνης του και τις δικές του εκφραστικές ανάγκες. Το ίδιο έκαναν και άλλοι ζωγράφοι της εποχής, επιδιδόμενοι σε μια θεματολογία “της καθημερινότητας”, συχνά με αυτοβιογραφικές νύξεις. Οι ιδιαιτερότητες της εκδοχής του Mποκόρου εντοπίζονταν τότε στην εικαστική πλευρά των έργων, κυρίως. Η λεπτομερειακή γραφή του ήταν έτοιμη να απορρίψει τις χαρές του κολορισμού. Οι χειρισμοί του φωτός και του χώρου έδειχναν μια σαφή τάση απομάκρυνσης από την αναπαράσταση μιας τρέχουσας οπτικής εντύπωσης. Όποιος είχε μάτια έβλεπε ότι η εικονιζόμενη καθημερινότητα δεν ήταν ακριβώς καθημερινή. Δεν φαινόταν ακόμα αν αυτή η εσωτερική ανατροπή του ρεαλισμού έτεινε περισσότερο σε μια ονειρική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, ή σε μια επίκληση της μυθικής διάστασης των πραγμάτων.
Γρήγορα ήρθε η πρώτη απάντηση, με τα Ωά, το 1991. Το θέμα ακύρωνε πανηγυρικά την κοινοτοπία ενός πολύ κοινότοπου φυσικού προϊόντος, το οποίο μετέτρεπε σε ονειρικό ή μυθικό σύμβολο. Αναδείκνυε επίσης τη δεξιοτεχνία του ζωγράφου και του επέτρεπε να επεξεργαστεί τη σχέση του με το χώρο και τα υλικά. Το νέο στοιχείο ήταν η τελετουργική επανάληψη του μοτίβου που υπέβαλε συγκεκριμένους ρυθμούς στη θέαση και αναδείκνυε τη διάσταση του χρόνου σε βασική συνιστώσα αυτής της ζωγραφικής.
Η παραβολή της ιστορίας της ελιάς, από το 1993, και μόνο με τον τίτλο της, φανερώνει επίσημα τις προθέσεις του καλλιτέχνη. Πρόκειται για αφήγηση μιας ιστορίας, μάλιστα με τη μορφή παραβολής. Το ίδιο ισχύει και για τις επόμενες θεματικές σειρές.
Η Kλίνη και η Προσφορά που έχουν ήδη εκτεθεί, είναι επίσης αλληγορικές παραβολές με συγγενικό περιεχόμενο, παρά την αυτονομία τους. Καθοριστική διάσταση του θέματος δεν είναι πιά μόνον ο χρόνος αλλά και, κυριότατα, ο λόγος. Η διατύπωση νοημάτων προϋποθέτει τον απόλυτο έλεγχο της γλώσσας, όπως και η διήγηση ενός παραμυθιού. Η εικαστική γλώσσα του Mποκόρου ήταν ώριμη, εκλεπτυσμένη στο έπακρο, κυρίαρχη των παραμικρών εκφραστικών υποχρεώσεων, έτοιμη να αναλύσει ή να συνθέσει τις πιό απαιτητικές μορφές, ακόμα και ιδέες.
Οι αναφορές στην ιδέα των πραγμάτων εξηγούν αναδρομικά τον αντι-ρεαλισμό των προηγούμενων φάσεων. Ο καλλιτέχνης ούτε απεικονίζει ούτε σχολιάζει την πεζή πραγματικότητα. Μυθοποιεί προσωπικές και συλλογικές μνήμες. Τα θέματα αναπτύσονται με στοχαστικές αναφορές σε στοιχεία της παράδοσης και συμβολικές προεκτάσεις στον ιστορικό χρόνο, ενώ παράλληλα αναπτύσονται και οι εικόνες, καταλαμβάνουν όλες τις διαστάσεις του χώρου, προβάλλοντας την οπτική τους ακρίβεια με θεατρική αποτελεσματικότητα. Η ομορφιά της γραφής παραπέμπει στον εξιδανικευτικό λόγο της ποίησης, αλλά μεταφέρει ταυτόχρονα τον πλούσιο δοκιμιακό σχολιασμό που εμπεριέχεται σε κάθε θεματική ενότητα.
Η ποιητική γραφή παρασύρει τον δεκτικό θεατή σε μαγικές ταυτίσεις μέσω προσωπικών βιωμάτων. Τον βυθίζει στην αισθητική απόλαυση μιας εξευγενισμένης εικόνας του κόσμου, η συναισθηματική σχέση του ζωγράφου με το παρελθόν εξασφαλίζει μιαν αυθόρμητη «ρομαντική» επικοινωνία, που μπορεί να περιορίζεται στη στιλπνή επιφάνεια του εικαστικού οράματος ή, σπανιότερα να αγγίζει τις παρυφές του υπαρξιακού. Ως εδώ, θα ήταν αρκετό για την πλήρωση των αισθήσεων και την ευεξία της ψυχής.
Το συμβολικό περιεχόμενο της ποιητικής Προσφοράς ομολογείται για άλλους πριν, για άλλους μετά, για τους περισσότερους (μάλλον και για τον ζωγράφο) ταυτόχρονα με την προαναφερθείσα διαδικασία. Υψηλότερη φιλοδοξία κάθε υποκειμενικής πρότασης είναι η έκφραση καθολικών ιδεών : η ουτοπική απελευθέρωση του λόγου από την συγκινησιακή του συνιστώσα. Ο οικείος και ασφαλής χώρος της παραστατικής τέχνης φοράει, τότε, το τραχύ προσωπείο της αφαιρετικής σκέψης. Παύει, στιγμιαία, να απαντά σε καλοπροαίρετες προσδοκίες και θέτει ερωτήματα εφ’ όλης της ύλης. Ο υλικός κόσμος αντιστέκεται πιό σθεναρά στις ερμηνείες παρά στις ποιητικές μεταπλάσεις. Εκτός αν οι τελευταίες έχουν προλειάνει το έδαφος. Να ήταν άραγε εξαρχής αυτός ο σκοπός τους ;
Από τα πρώτα έργα του Mποκόρου μέχρι τα πιό πρόσφατα, καμμιά νοητική ερμηνεία δεν αρθρώνεται ερήμην των οπτικών παραστάσεων που την περιέχουν, και αποτελούν τη μόνη εγγύηση της πιθανής ευστοχίας της. Η ορατή μορφή δεν αντιπαρατίθεται στο θέμα, ούτε θα μπορούσε να το αγιάζει. Η σχέση του ζωγράφου με την τέχνη του, έως τώρα, έχει εξελιχθεί μάλλον σαν πνευματική άσκηση με εικαστικό πρόσωπο, παρά σαν έρευνα.
Στον κοινωνικό χώρο μιάς έκθεσης το έργο απευθύνεται στους θεσμικούς του αποδέκτες, ως ολοκληρωμένη και ενιαία αισθητική παράσταση. Οι αντιδράσεις τους θα παίξουν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης φάσης. Ο λόγος του θεατή, όμως, δεν είναι ο κυρίαρχος στην πορεία αυτής της ζωγραφικής. Aπ’ ότι φαίνεται ο ζωγράφος εμπιστεύεται περισσότερο την αντίδραση ενός διαφορετικού, νοητού παραλήπτη των μυνημάτων του, ο οποίος είναι μόνιμα εγκατεστημένος, σαν διπλός καθρέφτης, πίσω απ’ τη γέννηση των εικόνων και απέναντι στο έργο. Μακάρι τα μελλοντικά είδωλα να ευφραίνουν τον νου και τις αισθήσεις των ζώντων, με νέες εικόνες, για πολύν καιρό ακόμα.
Mάρθα Xριστοφόγλου / Aθήνα, Mάρτιος 2000
για την έκθεση Έκθεση στο Aγρίνιο
Aγρίνιο, καπναποθήκες Παπαστράτου / Άνοιξη 2000