Απαντήσεις σε ερωτήματα της Bάσως Γκοβάτσου για τα Eπίκαιρα Aιτωλοακαρνανίας

Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τη ζωγραφική;

Ευτύχησα να έχω έναν γλυκύτατο δάσκαλο, αδελφό του πατέρα μου. Αυτός και η γυναίκα του, δασκάλα επίσης, με «μάθανε γράμματα». Εκείνος μού έδειχνε να ζωγραφίζω, εκείνη αυστηρότερη με διόρθωνε και με κατηύθυνε. Σε κάποια διαλείμματα δεν έβγαινα έξω στο προαύλιο να παίξω• έπρεπε να ζωγραφίσω στον πίνακα την εικόνα που θα συνόδευε το μάθημα της επόμενης ώρας.

Ποια ήταν η εικόνα που είχατε ως τότε για την τέχνη της ζωγραφικής; Να υποθέσω ότι στο σπίτι σας είχατε ερεθίσματα από ζωγραφικούς πίνακες;

Καθόλου. Στην πλατεία Χατζοπούλου και στον συνοικισμό των προσφύγων μεγάλωνα, στο Ψηλογέφυρο, στα χωράφια και στα ρέματα, έπαιζα μικρός. Ζωγραφική είχα δει μόνο σε ένα-δύο κορνιζάδικα που υπήρχαν τότε στο Αγρίνιο. Εξ ακοής μόνο τη γνώριζα ως υψηλή τέχνη και σε βιβλία πρωτοείδα αναπαραγωγές της.

Οπότε τι σας οδήγησε να ασχοληθείτε με την ζωγραφική; Η προδιάθεση –ταλέντο- ή η ενθάρρυνση των συγγενών;

Φαντάζομαι ότι αυτά γίνονται παράλληλα. Πρέπει να ‘ναι καλός ο σπόρος, καλό το χωράφι κι ο καιρός καλός, για να ‘ναι καλή κι σοδειά.

Πάντα θέλατε να είστε ζωγράφος;

Μα, ούτε τώρα είμαι (γέλια). Ειδικά αυτό το διάστημα, όσο μου επιτρέπει ο νεογέννητος γυιός, είμαι μόνο αναγνώστης. Κάποια στιγμή σπούδασα και τελείωσα τη Νομική. Μετά από τρία τέσσερα χρόνια ρεμπελιού και περιπλάνησης, βρέθηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Τελειώσατε τη Νομική δηλαδή και οδηγηθήκατε επαγγελματικά στη ζωγραφική;

Ναι, συνέβη όμως χωρίς να είναι ακριβώς ζητούμενο ή προγραμματισμένο. Δε σπούδασα Νομικά για να γίνω δικηγόρος, αλλά επειδή πίστευα ότι εκεί θα μπορούσα να κατανοήσω την κοινωνική οργάνωση του κόσμου και να κάνω καλύτερα πράγματα γι’ αυτόν. Τότε, στην μεταπολίτευση, τα ιδανικά ήταν ακμαία και οι πολιτικές ιδεολογίες κυρίαρχες στον τόπο μας. Μερικά χρόνια αργότερα αντιλήφθηκα ότι ήταν μάλλον απάτη ή τουλάχιστον όχι αυτό που με αφορούσε και έτσι αποχώρησα σε άλλες «σφαίρες». Δεν ήταν η ζωγραφική που με «τράβηξε». Την είχα αφήσει για χρόνια. Περισσότερο διάβαζα…

Πως ξαναβρήκατε το ενδιαφέρον σας για την ζωγραφική;

Όταν είσαι στριμωγμένος χρειάζεσαι διαφυγές και η τέχνη είναι ένα τέτοιο όχημα, μια σχεδία διαφυγής, ένας τρόπος «να την κάνεις». Η τέχνη παιδεύεται με την αλήθεια και την αιωνιότητα, ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα και το παρόν. Με αγέννητους και πεθαμένους συγκατοικεί και συνομιλεί. Με το μέλλον και το παρελθόν μας καταπιάνεται. Και το ελάχιστο που μπορούμε να δημιουργήσουμε, μας δίνει φτερά.

Είστε ανοικτός στη ζωγραφική τέχνη, σε νέες ιδέες και νέα υλικά;

Νέα είναι τα προϊόντα της αγοράς, της τεχνολογίας ή της διαφήμισης. Η τέχνη, σας είπα, δεν ασχολείται ακριβώς με την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά με την αλήθεια και την αιωνιότητα. Δεν εξαρτάται από τους νεωτερισμούς και τα υλικά η αξία της. Ο καλλιτέχνης είναι συνήθως μοναχικό άτομο. Για να δημιουργήσει πρέπει να αποτραβηχτεί, να μονάσει. Μοναχικός άνθρωπος δεν σημαίνει αναγκαστικά μόνος. Αυτοπροσδιορίζεται κανείς απέναντι ή ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων, σύγχρονων, προγενέστερων και επόμενων.

Να υποθέσω ότι αυτό σαν στάση ζωής προϋποθέτει και μεγάλη δύναμη.

Φαντάζομαι ναί. Πρέπει, μάλλον, να προσπαθήσεις για να σταθείς έξω από τον κόσμο και να μπορέσεις να τον «δεις». Εντός του συμπαρασύρεσαι σε συμβατικότητες. Πρέπει να ‘χεις και τη δυνατότητα ν’ αποτραβιέσαι απ’ τη στιγμή και τον τόπο, για να ‘δεις, στο μεγαλείο του απέραντου χρόνου και του απέραντου τόπου, την ιστορία και τον πολιτισμό του ανθρώπου.

Παρακολουθώντας κανείς τα έργα σας διαπιστώνει ότι είστε «μουντός» με μια ελπίδα αισιοδοξίας, που άλλοτε εκφράζεται με μια φλόγα ή άλλοτε με λιγοστά έντονα χρώματα…

Δεν υπάρχει φως χωρίς σκοτάδι, ούτε σκοτάδι χωρίς φως. Η ζωγραφική είναι ένα τέχνασμα του ανθρώπου να αναπαριστά, με φως και σκιά, το αναναπαράστατο του περιβάλλοντος και του ενδότερου κόσμου, υποκαθιστώντας την τρίτη διάσταση με μιάν άλλη. Πέρα απ’ τα τεχνάσματα και τις τεχνικές, η ζωγραφική διερωτάται γιά το καλό, γιά το ωραίο, ή ό,τι θεωρούμε κάθε φορά υψηλή και απρόσιτη ουσία.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι στον κόσμο μας όλα πια έχουν ειπωθεί. Η ζωγραφική «λέει» κάτι καινούριο;

Αν όλα έχουν ειπωθεί, τότε γιατί είμαστε εδώ και συζητάμε; Δεν είναι αυτονόητο ότι όσο ζουν κι ονειρεύονται οι άνθρωποι θά ‘χουν πάντα κάτι να ‘πούν; Οσοι αναζητούν το νόημα της ζωής στους νεωτερισμούς, φοβάμαι ότι χάνουν το δικό τους νόημα και την καθημερινή του αξία. Η ζωγραφική δεν αποσκοπεί στο νέο αλλά στο άλλο, που επιθυμούμε να αξιωθούμε ζώντες. Διαπραγματεύεται δημιουργικά με την αξία της ζωής ενώπιον του κενού και του θανάτου. Στα πιό φωτισμένα έργα της, η ζωγραφική αποκαλύπτεται μορφή πνευματοφόρος. Μας κοινωνεί στην υλική εμπειρία της παρουσίας του πνεύματος στον κόσμο.

Παρακολουθείτε τις αντιδράσεις του κόσμου καθώς βλέπει τα έργα σας; Μέσα από το έργο ενός καλλιτέχνη «διαβάζει» κάποιος την προσωπικότητα του;

Τα έργα μου στον κόσμο απευθύνονται και η αντίδρασή του προφανώς μ’ ενδιαφέρει αλλά τα θεωρώ ενήλικα, τα αφήνω να κυκλοφορούν χωρίς τον κηδεμόνα τους. Διατηρώ επιφυλάξεις αν, μέσω των έργων, καταλαβαίνει κάποιος τον καλλιτέχνη σαν άνθρωπο κι εν τέλει δεν νομίζω ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον στην τέχνη. Τα έργα της δεν οφείλουν να συνδέουν ανθρώπους μεταξύ τους αλλά να τους κοινωνούν σε άλλες ουσίες υψηλότερες, σε πιό αφηρημένες έννοιες να τους έλκουν.

Οι κριτικοί της τέχνης σας αφορούν;

Δεν τους είμαι πιστός, ούτε ασπάζομαι πάντα τις σκέψεις και την στάση τους. Κυρίως δεν αποδέχομαι την πρόθεσή τους να κατευθύνουν την τέχνη, να διαμορφώνουν τάσεις πρίν από τα ίδια τα έργα. Ωστόσο, η κριτική με έχει βοηθήσει πολλές φορές να αντιληφθώ τη σημασία της τέχνης και τη στάση του ανθρώπου απέναντί της. Όταν αφορούσε το δικό μου έργο, αρκετές φορές, συνέβαλε θετικά στον αυτοπροσδιορισμό μου απέναντι στο κοινό και στις απαιτήσεις του, ακόμα κι όταν υπήρξε οξεία ή απορριπτική, αρκεί να συνοδευόταν από κατανοητά επιχειρήματα. Το έργο μας χρειάζεται ανταπόκριση γιά να λειτουργήσει. Κάποιες φορές η κριτική είναι ή ουσιαστικότερη συνομιλία που μπορεί να αξιωθεί ένα έργο.

Παρακολουθείτε τη δουλειά συναδέλφων σας;

Ναι, κάποιες φορές, αν και δεν είμαι τακτικός φιλότεχνος. Βαθειά, στο δικό μου πηγάδι παιδεύομαι. Σε μιά χαραμάδα ουρανού ανασαίνω.

Τη δουλειά δημιουργών από την Αιτωλοακαρνανία την παρακολουθείτε;

Αν και βλέπω πάντα με συμπάθεια τους συμπατριώτες, δε μ’ ενδιαφέρει η εντοπιότητα, ως συντεχνία συμπατριωτών, όπως τοπικιστικά εννοείται. Για μένα η εντοπιότητα είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και βαθύ. Συνείδηση καταγωγής, που διακρίνει το έργο σου στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν έχω σχέση με συντεχνίες καλλιτεχνών, μ’ ενδιαφέρουν όσοι έχουν κάτι να μου πούν, απ’ όπου κι αν κατάγονται. Τον τόπο μου τον κατέχω ως όραμα, μέσα του υπάρχω και κινούμαι και ζώ, ότι αποδίδω στη ζωή και στα έργα μου είναι η αγωγή και η καταγωγή μου.

Συνεχίζετε και σήμερα την επαφή με τον τόπο σας;

Δεν πηγαίνω συχνά, πάνε πάνω από τριάντα χρόνια τώρα, που έχω φύγει. Το Αγρίνιο που κουβαλάω από παιδί μέσα μου, δεν είναι η πραγματική πόλη αλλά ο γενέθλιος τόπος της αλήθειας μου, τόπος άχρονος και ακατάλυτος. Ο παππούς από την πλευρά της μητέρας μου, πρόσφυγας απ΄τη Μικρασία, έλεγε ότι η πατρίδα μας είναι κάτι πολύ μεγάλο. Εδώ δα, (έδειχνε τον ώμο του) μπορείς να το κουβαλήσεις;

Ποια είναι η άποψη σας για τον «πολιτισμό» σε επίπεδο διοίκησης;

Τα πολιτιστικά αφορούν κυρίως πολιτικούς και εκπολιτιστές, που αισθάνονται ότι γύρω τους υπάρχουν απολίτιστοι μισο-βάρβαροι και ότι οι ίδιοι κουβαλάν τάχα ένα φορτίο πολιτισμού, που θα πρέπει να το μεταδώσουν, συμβάλλοντας, κατά τη γνώμη μου, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο στον πολιτισμό ενός τόπου. Συνήθως επιβάλουν είτε εκσυγχρονιστικές νεωτερικότητες, αλλότριες και ασύμβατες, με αποτέλεσμα τερατώδεις απομιμήσεις, αδιάφορες, αν όχι περιφρονητικές, γιά την όποια αυθεντικότητα του τόπου, είτε αποστεωμένες λαογραφίες, ανίσχυρες να λειτουργήσουν ζωντανά στην καθημερινή ζωή πραγματικών ανθρώπων. Τον ζωντανό πολιτισμό τον ανακαλύπτουμε ή τον δημιουργούμε όλοι μαζί. Εμείς είμαστε ο πολιτισμός μας. Δεν είναι ένα προιόν προσφερόμενο αφειδώς σε όλους, προσιτό, αναλώσιμο, εμπορεύσιμο και, βεβαίως, χειραγωγήσιμο. Έχει να κάνει με την καλλιέργεια του κάθε ανθρώπου, την έργω μέριμνα του κάλλους. Την κοπιαστική και επώδυνη εσωτερική κατάκτηση του καθενός μας στην κοινωνική του συνείδηση, στο έργο του. Είναι η διαμόρφωση της προσωπικής μας στάσης μέσα στην κοινότητα, στη συλλογική μας υπόσταση. Είναι ό,τι μπορούμε να δώσουμε κι όχι ό,τι παίρνουμε, η συνεισφορά μας στον τόπο και στον κόσμο, όχι η κατανάλωσή του. Αυτό μένει απ’ το πέρασμα των ανθρώπων στους αιώνες και έλκει ακόμη το θαυμασμό μας, όπου κι αν βρίσκεται.

Ως φοιτητής είχατε εμπλακεί με την πολιτική στο χώρο της αριστεράς. Ποια είναι η θέση σας σήμερα;

Ο χώρος της αριστεράς, εκείνο τον καιρό, αν βέβαια δεν μπλεκόσουν σε σχεδιασμούς εξουσίας, σου κρατούσε μια θέση διαφυγής στο όνειρο και την ουτοπία. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει η αριστερά σήμερα. Το να ονειρεύεσαι την πραγματικότητα είναι θλιβερά λίγο. Η προσήλωση στη διαχείριση του εφικτού μας απομακρύνει από το όραμα του αδύνατου, την ουτοπία.

Τι σας αρέσει να κάνετε στην καθημερινότητα σας;

Διαβάζω, πηγαίνω στα βουνά, στη Βίνιανη, στη θάλασσα, στην Πάτμο. Βλέπω τον ήλιο, περπατάω, σκάβω, κλαδεύω, αγναντεύω τους καιρούς. Έχω πολλά χρόνια που δε παρακολουθώ πιά θεάματα και εκδηλώσεις παρά σπάνια. Μια κανονική ανθρώπινη ζωή.

Οι γονείς σας ήθελαν να σας δουν δικηγόρο;
Μπα! Δεν με πίεσαν για τίποτα τέτοιο, μόνο να είμαι ελεύθερος και άξιος απαιτούσαν. Ανοιχτοί άνθρωποι, παρότι ζούσαν σε σφιχτή κοινωνία.

Ποιο ήταν το περιβάλλον που μεγαλώσατε; Τι άνθρωποι ήταν οι γονείς σας;

Ο πατέρας μου, θυμάμαι, μου απήγγειλε από στήθους τον Όμηρο που αγαπούσε και νεώτερη ποίηση, με μάθαινε να αναγνωρίζω συλλαβές στη γραμμική Β. Ανεβαίναμε στις ραχούλες και στα βουνά γύρω απ΄την πόλη και μου αφηγούνταν την ιστορία του τόπου ως πέρα μακρυά στη θάλασσα. Θαύμαζε τους πολιτισμούς των ανθρώπων και θεωρούσε χρέος καθενός να συμβάλλει όπως μπορεί. Ανοιχτός και πολυπράγμων. Το 1973, παρότι αριστερός και στριμωγμένος από τον βιοπορισμό, ίδρυσε την Ιστορική – Αρχαιολογική Εταιρία στο Αγρίνιο κι ευτύχησε να ασχοληθεί με ότι αγαπούσε, μέχρι το θάνατό του. Έφυγε όμως νωρίς. Ενώ εκείνος μού άνοιξε το δρόμο στο όνειρο και την ουτοπία, η μάνα μου μ’ έμαθε τρόπους να το προσεγγίζω, μ’ έμαθε να επιμένω και να επιδιώκω άκρα επιδεξιότητα. Μεγάλωσα ανάμεσα σε ανθρώπους που θεωρώ σπουδαίους, γιατί αγαπούσαν αυτό που έκαναν κι είχαν ζητούμενο την αρετή και την αξιοσύνη• γιατί κι η ζωή μας η ίδια είναι τέχνη.

Πόσο εύκολο είναι αυτό; Παρακολουθώντας τον κόσμο διαπιστώνετε να έχει εφαρμογή;

Τι πάει να πει εύκολο ή δύσκολο. Τις αγάπες σου τις διαλέγεις επειδή είναι εύκολες ή δύσκολες; Tι νόημα έχει να παρακολουθείς και να μιμείσαι το πλήθος; Το νόημα του κόσμου σου χαρίζεται κάθε φορά σαν αντίδωρο στην αφοσίωση και το θαυμασμό της ζωής. Aυτό καταθέτεις στο κοινό, συμμετέχοντας με τις επιλογές σου, όπως μπορείς.

Ακόμα κι αν δεν υπάρχει αποδέκτης του δημιουργήματος;

Τα έργα της τέχνης, της δημιουργίας του ανθρώπου, απευθύνονται σε αποδέκτες ιδανικούς και άχρονους. Oι δημιουργοί κατοικούν ποιητικά τον κόσμο• πορεύονται γοητευμένοι από νεύματα του αόρατου και σημεία αλήθειας.

Δεν είναι όμως πολύ μόνοι;

Υπάρχει δημιουργός που δεν είναι μόνος; Υπάρχει άνθρωπος που πεθαίνει με παρέα; Η τέχνη, και η ζωή ως τέχνη, είναι αντίδοτο του θανάτου και του μηδενός, είναι ένα παραπέτασμα φωτεινό μπροστά στο μαύρο, στο σκοτάδι του τίποτε. Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο. Η τέχνη «πιάνεται» από τα υψηλά και τα μακρινά κι έτσι σώζεται, διευρύνοντας τις διαστάσεις του ανθρώπινου πνεύματος.

Πότε φτάσατε να αγγίξετε τα προσωπικά σας όρια στη ζωγραφική σας τέχνη;

Μακάρι να μπορούσα να τα αγγίξω. Αγγίζονται άραγε; Όσο τα πλησιάζεις τόσο πιο μακρινά φαίνονται, και ενώ αυτά φαντάζουν πιο θελκτικά και πιο μεγάλα, εσύ νοιώθεις όλο και πιό μικρός κι αδύναμος. Γιατί, ξέρετε, τα πραγματικά όρια κάθε ανθρώπου είναι η γέννηση κι ο θάνατος. Όσο ζω, πάντως, έχω ακόμα ανεξερεύνητο πεδίο.