
Δεκατρία χρόνια μετά την “έκθεση στο Αγρίνιο” στις παλιές καπναποθήκες των αδελφών Παπαστράτου και εννέα χρόνια μετά το “αδιάβαστο δάσος” στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο Αντώνης Κιούκας, του Θεοχάρη από τη Μύκονο, ανέβασε στο διαδίκτυο τις δυό ταινίες που είχε γυρίσει τότε. Όσον καιρό φρόντιζε με αγάπη και αφοσίωση το φως και το σκοτάδι στο έργο μου, τις έβλεπα κι αυτές να ωριμάζουν, να βρίσκουν τη νοστιμιά και την απόσταση που τους έπρεπε, όπως και η φιλία που μας συντροφεύει όλα αυτά τα χρόνια. Μακάρι νά ‘ναι καλοτάξειδες στο απέραντο που ανοίχτηκαν να πορευτούν.
Χ.Μ.
Καστέλλα, καλοκαίρι 2013
Αδιάβαστο δάσος / Βίνιανη 2004
Μη χάνεις απ’ τα μάτια σου το φως / Αγρίνιο 2000
Στις καπναποθήκες
Όταν πρωτόρθαν στ’ Aγρίνιο απ’ τη Mικρασία, πρόσφυγες, η γιαγιά η Πολυξένη, κοριτσάκι τότε, στις καπναποθήκες πρωτοδούλεψε. Tης έδωσαν μια στάμνα με νερό να κουβαλάει για να πίνουν οι καπνεργάτες, να δροσιστούν, να κατακάτσει η σκόνη του καπνού. Ξεροστάλιαζε στα αδύνατα πόδια της να προστρέχει δροσιά στους διψασμένους. Πολύ σκόνη και πολύ πίκρα ο καπνός εκεί μέσα.
Eίδες; Aκόμα μοσχοβαλάει ο τόπος.
Οι καπναποθήκες των Αδελφών Παπαστράτου έκλεισαν τον καιρό που έφευγα απ΄το Αγρίνιο. Όταν ο Θοδωρής ο Γκόνης, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού περιφερειακού θεάτρου, μου πρότεινε να εκθέσω στην πόλη μου, ζήτησα να ανοίξει πάλι αυτός ο χώρος κι εκεί να δείξω τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια που είχα φευγάτος. Δίσταζαν στην αρχή. Το ίδρυμα Παπαστράτου δέχτηκε εντέλει, έστειλαν και κάποιον μηχανικό τους να ελέγξει τη δυνατότητα του κτιρίου να δεχτεί επισκέπτες, πολλά χρόνια κλειστό κι ακόμα περισσότερα κατεργασμένο. Όπως ήταν το ήθελα, ένα φρεσκάρισμα στο χρώμα των μέσα τοίχων μοναχά, τίποτε άλλο, και, ψυχοσάββατο, άνοιξαν για δυο μήνες οι πόρτες. Άνοιξη, λίγο πριν λίγο μετά την Ανάσταση, μπήκε κόσμος που ποτέ δεν είχε μπει και είδε μαζί με τα έργα μου τη μνήμη της πόλης. Ξαλάφρωσα κι εγώ κάπως από το βάρος του τι χρωστάω σ΄αυτόν τον τόπο που τον άφησα κι έφυγα.
Χ.Μ.
Αγρίνιο, άνοιξη 2000
Αδιάβαστο δάσος / Βίνιανη 2004
γιά τους αμίλητους,
που απ’ τα χείλη τους κρεμάστηκα να ‘δώ πιό πέρα,
εκεί που ‘λευτερώνονται φως και σκοτάδι,
και πά’ ν’ αγγίξω τη φωτιά
και πιάνω κάρβουνο καυτό και μαύρο
και πονάει.
_
νά ‘φυγαν με τη φωτεινή την όψη των θλιμμένων
ή έμειν’ άβγαλτη η μαυρίλα, η κούφια, των απελπισμένων ;
–
Mαύρο
κατάσαρκα ντυμένο, μονοφόρι,
-κοιμούνται μέσα του πουλιά,
νύχτα βαθειά λαλούν αηδόνια-
και χαμηλά στο χώμα ανθίζουν
νηπενθή τα χορταράκια των αγρών,
κάθε φορά ωραία, στον καιρό τους.
Πιό χαμηλά,
άλυποι δίχως όνειρα κοιμούνται.
Κι αν τους γυρεύω στα ψηλότερα δεν απαντούν.
Φωτίζουνε, νυχθημερόν, τον κόσμο με σκοτάδι.
Δάσος αδιάβαστο.