Δεν δηλώνω φιλότεχνος. Είναι αλήθεια ότι, παρότι η έμψυχη υπόσταση της πατρίδας δυσκολεύεται στις μέρες μας να τα βγάλει πέρα, προτιμώ το φιλόπατρις αν ήταν να ορίσω κάπως την αγωνία που διαμορφώνει το έργο μου. Γιατί το άκρον άωτον της αισθητικής είναι η ηθική μας στάση στον κόσμο. Δεν είναι μόνον εκείνο το «ethics and aesthetics are one» του Βιττγκενστάιν που ταυτίζει την αισθητική με την ηθική. Είναι αρχαιότερη η έμπρακτη καταγωγή αυτής της θέσης. Με γοήτευε πάντα το επιτύμβιο του Αισχύλου που έκανε τους νέους της Σιδώνας να αγανακτούν στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη. Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δʼ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι καὶ βαρυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος. «Τον Αισχύλο του Ευφορίωνα, Αθηναίον, κρύβει νεκρόν τούτο το μνήμα στα σταροχώραφα της Γέλας· για την ευδόκιμην αλκή του, την ανδρεία του, θα ’χαν να πουν το άλσος του Μαραθώνα κι οι μακρυμάλληδες οι Μήδοι που την εγνώρισαν». Ούτε λέξη για τις τραγωδίες του που τον αφήσαν αθάνατο στους αιώνες. Δεν είναι η Τέχνη που προέχει. Αν δεν αρδεύεται η Τέχνη απ’ τη ζωή δεν πρόκειται να την αρδεύσει η Τέχνη. Το νόημά της είναι πάντα στη ζωή. Η ζωή είναι το νόημά της κι ο τρόπος που τη ζούμε. Κι η σημαία ένα ύφασμα είναι, παίγνιο του ανέμου και των καιρών, μα πόσο αίμα, πόση προσπάθεια κι αγώνας κι αγωνία και καμάρι και τιμή να υψωθεί, να κρατηθεί, να σε τυλίξει εντέλει, ένα πανί, ένα πουκάμισο αδειανό, ένα κιβώτιο κενό, ένα σήμα (σημα κι ο τάφος), σύμβολο και σαν σύμβολο μόνον όσο συμβάλλουμε υπάρχει, αλλιώς είναι ένα τίποτε και τίποτε δεν κάνει, λιάζεται μόνο στον καιρό και ξεθωριάζει, βρέχεται στη βροχή, παγώνει με το χιόνι, σκιρτάει στ’ αεράκι, στις καταιγίδες ξεσαλώνει, ή φυλαγμένη μες στα σκοτάδια διπλωμένη …καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ θάνατον ἀκαταπαύστως… αποβαίνει το κατ’ εξοχήν σύμβολο της κοινότητας. Πάνω της αποτίθενται οι απαράγραπτες κοινές αξίες για την ελεύθερη απόλαυση των οποίων αξίζει κανείς να αγωνισθεί έως θανάτου. Εκεί φυλάσσονται τα ιερά και τα όσια, όλα αυτά δίχως τα οποία η κοινή μας ζωή δεν έχει νόημα και συνέχεια.
Κρατώ στον νου μου τα λόγια του Σωκράτη στον Κρίτωνα που μαθαίναμε στο Γυμνάσιο και απωλέσαμε καθ’ οδόν προς τη λήθη: Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρʼ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι, καὶ σέβεσθαι δεῖ καὶ μᾶλλον ὑπείκειν καὶ θωπεύειν πατρίδα χαλεπαίνουσαν ἢ πατέρα, καὶ ἢ πείθειν ἢ ποιεῖν ἃ ἂν κελεύῃ, καὶ πάσχειν ἐάν τι προστάττῃ παθεῖν… Επίσης εκείνο του Δημόκριτου: τὰ κατὰ τὴν πόλιν χρεὼν τῶν λοιπῶν μέγιστα ἡγεῖσθαι… πόλις γὰρ εὖ ἀγομένη μεγίστη ὄρθωσίς ἐστι, καὶ ἐν τούτῳ πάντα ἔνι, καὶ τούτου σωζομένου πάντα σώζεται καὶ τούτου διαφθειρομένου τὰ πάντα διαφθείρεται. Και τ’ άλλο του Θουκυδίδη: καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθʼ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται που συνέχειά του είναι του Μακρυγιάννη το: Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει· ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ʼχω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι. Κι ακόμα εκείνο της γερόντισσας του Μελετζή που ανέβαζε στα ύψη ζαλιγκωμένο στην πλάτη της το κιβώτιο τηςαγγαρείας, ότι «αν χαθεί ο αγώνας για την πατρίδα τα χάνουμε όλα σύντροφοι» ή του πατέρα μου του κυρ Θωμά την πικρή παραίνεση: «Μονάχος, πατριώτη, δεν σώζεται κανένας!»Αυτή η πίστη είναι στην πράξη ο ηρωισμός της καθημερινής ζωής, αυτή η αποκοτιά που ξεπερνάει το φόβο του θανάτου γεννάει και αξιώνει ήρωες, αυτή ανοίγει στα σκοτάδια δρόμο κι έχει ένα νόημα ανώτερο η ζωή, ανάταση ζητάει αντί για παράταση κι έτσι πατάει τον θάνατο… θανάτω. Από την απανθρωπία της ιστορίας συγκρατώ εκείνο το ίχνος του παρελθόντος που αντέχει να ζει στο παρόν, φροντίζω να αποδώσω φωτεινό ό,τι μπορεί ακόμη να φωτίζει το δρόμο μας στις αλλεπάλληλες αναταράξεις και ανατροπές της ζωής, την παραμυθητική αλήθεια που συνέχει μια κοινωνία και νοηματοδοτεί την ύπαρξή της, το βαθύτερο ή υψηλότερο νήμα που μας συνδέει και μας συν-χωρεί, αυτό που αρδεύει το κοινό και το κύριο. Φωτεινά σημάδια γυρεύω, ένα κεράκι μικρό, η σκιά μιας ελιάς στην ολόμαυρη ράχη της γης αναμμένο καντήλι, της εξόδου το χρέος απλήρωτο, λείψανα μπαλωμένα από σημαίες περήφανες με φλόγες αποθεμένες στις πληγές τους και τριαντάφυλλα, νεραντζανθοί να ραίνουν αγγιγμένα υφάσματα, μια αμυγδαλιά ανθισμένη ν’ αγγέλλει πρώιμη την άνοιξη που πάντα ελπίζουμε να ’ρθει, λιόκλαδα στον ήλιο να κρησάρουν το φως του, η λιτή προσφορά μας, τα σα εκ των σων, το μέτωπο των κεριών που όλο βαθαίνει, το μαύρο κενό ορθογωνισμένο ανεξήγητο και μπροστά του ένα πέτασμα φωτεινό, η ζωή μας ολόφωτη, ο σταυρός του καπνού φωτισμένος λευκός και το αίμα το κόκκινο, το διχασμένο, το εμφύλιο, το δικό μας σκοτάδι, φως φυτρώνει κι αυτό ανθισμένο, χλωρό, χαμηλά στ’ αγριολούλουδα κι ανεβαίνει ψηλό σκοτεινό κυπαρίσσι το δέντρο της μνήμης πάνω απ’ τη φλόγα που φυλάμε αναμμένη μη χαθούμε μονάχοι στα σκοτάδια του τίποτα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ