Μ. Φάις / το αίμα νερό δεν γίνεται

 

Αδιάβαστο (ή αδιάβατο) το δάσος* του Χρήστου Μποκόρου προκαταλαμβάνει τον θεατή με την υψιτένειαν, της σύλληψης και της εκτέλεσης.

Μετεωριζόμενος ανάμεσα στη σκηνογραφία και στην ζωγραφική, πλησιάζει το θέμα της επώδυνης συλλογικής μνήμης μέσα από την εγκατάσταση ενός «τρεμάμενου» ξύλινου τείχους (προεκτεινόμενου με μαύρο ύφασμα) και την ελάχιστη απεικόνιση σπαραγμένων σωμάτων.

Θα ήταν παράλειψη αν δεν σημειώναμε ότι τα φαγωμένα ξύλα αποσπάστηκαν από μια διαλυμένη γέφυρα της ορεινής Ευρυτανίας και τα λεκιασμένα υφάσματα από ένα κλειστό καπνεργοστάσιο του Αγρινίου. Ο επίμονη καταφυγή του ζωγράφου σε υλικά φθαρμένα και βιωμένα είναι κάτι πέραν της νοσταλγίας ή του φετιχισμού – είναι η αρπάγη του πρώτου βλέμματος.

Εμφυλιοπολεμικές μνήμες, ιθαγενείς και όχι μόνο, διαπερνούν τις εικόνες του Μποκόρου, όπου το φως και το σκότος συνομιλούν δραματικά στο «κοίλο» ενός άδειου φανταστικού θεάτρου.

Στην μετάβαση από το απανθρακωμένο στο πάμφωτο κορμί ο φιλίστωρ θεατής θα βρει αναγωγές στη πρόσφατη ελληνική τραγωδία αλλά και στη καθημερινή εξοικείωση μας με τον παγκόσμιο εικονικό ζόφο.

Μέσα από το γαλήνιο λιβάδι, όπου καταλήγουν οι κάθετες τομές του χώρου (κρεμασμένοι; σταυρωμένοι; εξαυλωμένοι;), επιχειρείται μια ιερή «ανάγνωση» της πολιτικής φρίκης της νεώτερης ιστορίας, μια φυσιοκρατική καθάρση της ανθρώπινης βίας.

Στην μεταμοντέρνα εποχή μας, που αποθεώνεται η λήθη και το αδιαφοροποίητο, ο Χρήστος και θυμάται και διακρίνει, εξού και στο Αδιάβαστο δάσος αν περιπλανηθούμε εν σιωπή μπορεί και να ακούσουμε το θρόϊσμα των νεκρών : το αίμα νερό δεν γίνεται.

* Δάσος (μτφρ. άρθροισμα πολλών αντικειμένων εχόντων την υψιτένειαν των δέντρων).