Συνομιλία με τους κεκοιμημενους, ύμνος στη ζωή
(πρώτες σημειώσεις για μια ad hoc έκθεση)
Οι ζωγραφικές του Χρήστου Μποκόρου και του Χρόνη Μπότσογλου στην παρούσα συνέκθεση, με έργα από τη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου, είναι συγγενείς ως προς την πνευματική καταγωγή, και την μαρτυρία που προσφέρουν, παρότι οι ζωγράφοι ακολουθούν διαφορετικές πορείες.
Mαρτυρούν την επιβίωση μιας ζωγραφικής παράδοσης στη Μεσόγειο, που δεν αναπαράγει την κτιστή πραγματικότητα, αλλά περισσότερο αναπαριστά την αθέατη φύση των πραγμάτων, την κρυμμένη ουσία. Στα ζωγραφικά έργα που συνθέτουν την, εκ πρώτης όψεως αυθαίρετη, συνύπαρξη των δύο σύγρονων Ελλήνων ζωγράφων, διασώζεται ποικιλοτρόπως και με σίγουρο χέρι το σωζόμενο πνεύμα της αρχαιοελληνικής ζωγραφικής (οι ερμηνείες της, αλλά και ένα υλικό σώμα, όπως λ.χ. στη Βεργίνα), οι υλικές μαρτυρίες της ζωγραφικής της ύστερης αρχαιότητας, η μεγάλη παράδοση της βυζαντινής ζωγραφικής και η θεωρητική της θεμελίωση κατά την εικονομαχία. Ολα αυτά συνθέτουν μια συνταρακτικά μακρά και βαριά κληρονομιά, ικανή να λυγίσει τους ώμους του σημερινού ζωγράφου, του ήδη εκτεθειμένου στους δυνατούς ανέμους της ανεικονικής παράδοσης, της αμφισβήτησης της αναπαράστασης, της αποκαθήλωσης του ίδιου του αντικειμένου τέχνης.
Οι δυο ζωγράφοι που έχουμε μπροστά μας έχουν υπόψη τους την ιστορική συζήτηση και τις περιπέτειες του καιρού τους. Οτι συνεχίζουν να ζωγραφίζουν έτσι, παριστώντας το ορατό και αναπαριστώντας το αόρατο, συνιστά συνειδητή επιλογή· αφενός, συνδέονται υπόρρητα με τη ζωγραφική αποτύπωση όχι μόνο της φύσης αλλά και του ήθους, προεκτείνοντας την κληρονομιά του Πολύγνωτου, του Ζεύξιδος και του Παρράσιου. Αφετέρου, γνωρίζουν ότι κάποτε οι εικόνες ορίσθηκαν σαν κτιστές ενέργειες ακτίστου φύσεως, κι έτσι όχι μόνο διασώθηκαν οι εικόνες ως λατρευτικά αντικείμενα αλλά διασώθηκε η ίδια η ζωγραφική ως αφήγηση του κόσμου, ορατών τε πάντων και αοράτων. Στις δικές τους εικόνες αναγνωρίζουμε την κλασική ελληνική χάρη, και ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε το μυστήριο, την υπερβατικότητα, που διαποτίζει τις εικόνες της ανατολικής ζωγραφικής, διαποτισμένες με το πνεύμα του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, με το πνεύμα του Ιωάννη Δαμασκηνού και του Διονύσιου Αρεοπαγίτη.
Η υποβλητική Νέκυια του Μπότσογλου, βυθισμένη στο ημίφως, με στοιχειώδη παλέτα, σχεδόν πολυγνώτεια, θυμίζει την οθόνη του Παρράσιου που ξεγελάει τον Ζεύξι, αλλά θυμίζει επίσης την παλαιολόγεια Εις Αδου Κάθοδον της Μονής Χώρας – Καχριέ Τζαμί, τη διαφάνεια και τη χάρη της, τη βαθιά της πνευματικότητα. Ναι, αλλά η Νέκυια του Μπότσογλου θυμίζει και την υπαρξιακή ζωγραφική των μεγάλων μαέστρων του μπαρόκ, που μας βάζουν στην περιπέτεια της νεωτερικότητας, ας πούμε τις αυτοπροσωπογραφίες του Τιντορέτο και του Ρέμπραντ, και μας οδηγούν αβίαστα στο πνευματικό μυστήριο του μεγάλου μοντερνιστή Κλέε.
Το ίδιο εμπράγματες και στέρεα ενσωματωμένες στη σάρκα των έργων είναι οι διαρκείς αναφορές του Μποκόρου στην τέχνη των μαέστρων του παρελθόντος και στο ζωντανό πνεύμα της ζωγραφικής παράδοσης. Ο Μποκόρος μάλιστα αποτολμά τα βήματά του σε πολλά επίπεδα ταυτοχρόνως: στα υλικά του υποστρώματος, στην πρόδηλη, «ωμή» χρήση των σημαινόντων (κερί, φλόγα, ελαιόλαδο, πρόσφορο, άνθος), στη λανθάνουσα ενσωμάτωση θεολογικών συνδηλώσεων, στον τραγικό αναστοχασμό της σύγχρονης ιστορίας, στην τρυφερή ιεροποίηση της καθημερινότητας, στην ευθεία απόδοση τιμών στον Βερμέερ και τον Ρέμπραντ, στους προπάτορες. Ο ζωγράφος δεν αγωνιά να πρωτοτυπήσει, στο θέμα ή στη μορφή· αγωνιά να πετύχει, στο αίσθημα και την εντύπωση.
Και η συνομιλία με τους νεκρούς. Και στους δυο ζωγράφους οι κεκοιμημένοι είναι διαρκώς παρόντες, συνομιλητές: η σκιά τους και ο αντίλαλος, η σκόνη και το όνειρο, ο διακαμός τους. Φέρνουν το ρίγος και τη συγκίνηση, φέρνουν το βαθύ πένθος, και μαζί φέρνουν τη λύτρωση, την ανακούφιση, τη σωτηρία και τη χάρη ― τη ζωή σαν συνέχεια. Η συνομιλία με τους κεκοιμημένους, όπως η εις Αδου κάθοδος, προϋποθέτει την Ανάσταση, την αγάπη της ζωής. Αυτή η ζωγραφική, ορφική και αναστάσιμη, είναι ένας ύμνος στη ζωή.
Ν.Γ.Ξυδάκης / ύμνος στη ζωή