Ανήμερα του ΟΧΙ, ανάβω κεράκια στη μνήμη των πεσόντων.
Πως ακούγεται σε μιά επιθετικά καταναλωτική συνθήκη διαβίωσης το πρόταγμα: Ελευθερία ή θάνατος; Συλλημένο το νόημα, γράμμα κενό στον πολιτισμένο μας κόσμο, απαίτηση ανόητη, όταν δεν προκαλεί αμηχανία. Κι ας δονεί ακόμη κάποιους καταπατημένους ανθρώπους να διαδηλώνουν ήρεμα την αμείλικτη, βουβή τους αντίσταση, εκείνο το κομμάτι της ψυχής τους που δεν εξαγοράζεται απ’ την ανάπηρη ελευθερία της αγοράς. Κι αν σήμερα μοιάζει μάταιο, σώμα νεκρό, από τις Θερμοπύλες και τους Μηλίους ως τα παληκάρια του Ρήγα, τους κλέφτες και τους κλαρίτες αντάρτες στα βουνά, όλους τους τακτικούς και άτακτους υπέρ πατρίδος πεσόντες, η αυταπάρνηση κι η ανδρεία μ’ αυτό το τίμημα οραματίστηκαν ελεύθερα τα γένη και τους τόπους που ακόμη κατοικούμε.
Η ελευθερία της αγοράς, η ελευθερία των επιλογών, η ελευθερία της μετακίνησης τουριστών και μεταναστών, η ελευθερία της άνεσης, η ελευθερία της απρόσκοπτης απόκτησης καταναλωτικών αγαθών και της συσσώρρευσής τους σε αχανείς σκουπιδότοπους, οι πολλές ελευθερίες των δικαιωμάτων, απαιτούν μόνο χρηματικό αντίτιμο, μόνον οικονομικά αποτιμώνται. Έχουν υποκαταστήσει τη δύσκολη ελευθερία των υποχρεώσεων, των κόπων και των θυσιών. Το θάνατο ως ύστατο τίμημα, τον εξορίζουμε σε ιδεολογήματα και μυθιστορηματικές φαντασιώσεις, και όταν δεν είναι «φυσικός» σε βαθειά γεράματα, τον αποδεχόμαστε μόνον ως ατυχή σύμπτωση ασθενειών, δυστυχημάτων, εξαρτήσεων και αδυναμιών.
Η εποχή, ότι αυτό μπορεί να σημαίνει, έχει αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την έννοια της αξίας και των κριτηρίων του υψηλού. Πάει καιρός που έπαψε και η σκέψη να αποδίδει στην τέχνη την λειτουργία της αισθητής αναπαράστασης του θείου.
Μόνη μου αντίσταση στην επιδεινούμενη αμνησία της εποχής, να θυμάμαι. Στην παντοιοτρόπως διαφημιζόμενη φωτεινή λήθη κρύβεται κι η σκοτεινή μας μνήμη. Εκεί στο σκοτάδι της ανάβω πότε πότε κανένα κεράκι. Με τον καιρό πληθαίνουν κι αυτά.
Επιμένω να ζωγραφίζω και να αντιλαμβάνομαι ακόμη την εικόνα ως εικαστική φανέρωση λειτουργικού ήθους. Ο πολιτισμός μας δεν είναι ακριβώς τα έργα της τέχνης αλλά η συνείδηση της αξίας τους, δεν είναι μόνη η αξία των ίδιων των αντικειμένων αλλά η συλλογική συνείδηση αξιών του υποκείμενου, καθενός δηλαδή από εμάς που τα θεωρούμε. Και εδώ ανακύπτει ή προκαλείται ως ζητούμενη, και η δυνατότητα ενός έργου να ανασύρει ή να στηρίξει αυτή τη συνείδηση, υπερβαίνοντας τους ορισμούς και τον εαυτό του και γινόμενο αυτό το ίδιο συλλογική συνείδηση.
Aκόμη και στην κόψη της ερημιάς και της μόνωσης, οι άνθρωποι και οι κοινότητες, αναγνωρίζονται σε σχέση με κάποιους άλλους ανθρώπους και κάποιες άλλες κοινότητες. Κατάγονται και συν-περι-φέρονται. Εκ φύσεως και εξ ανάγκης. Η καθαρή ατομικότητα είναι θεωρητική κατασκευή. Η ατομική μας περιπέτεια δεν μπορεί να είναι άσχετη με την περιπέτεια του κόσμου. Η συλλογική μνήμη είναι το νοητικό μας περιβάλλον. Ο κοινός μας κώδικας. Η μέσα γλώσσα μας. Μου φαίνεται, λοιπόν, αυτονόητο να συναλλάσομαι μαζί της, να καθορίζομαι απέναντί της. Η συλλογική μνήμη είναι που κοινωνεί την προσωπική έκφραση καθενός με τον ενδεχόμενο θεατή, ακροατή ή συνομιλητή του. Κι αν στις μέρες μας οι σημαίες δηλώνουν εθνικισμούς και μισαλλοδοξίες, η συλλογικότητα θα βρίσκει πάντα τρόπους και σύμβολα για να σώζει τη φιλαλληλία και την κοινότητα στην ιστορία των τόπων. Κι αν τα έθνη μπερδεύονται και τα σύμβολά τους τιμούν μόνον τους ανθρώπους που τα τίμησαν, ας μη παραχωρήσουμε σε απρόσωπες εταιρείες την άσκηση της υπέρτατης ελευθερίας του ανθρώπου να οραματίζεται και να τεκμηριώνει το υψηλό και το άξιο, να διαμορφώνει το κριτήριο της ζωής του και το κατάδικό του πρόσωπο. Η αιωνιότητα είναι παρούσα στη δική μας στιγμή.
Ιερά λείψανα των οριστικά ανεπίστρεπτων ανθρώπων της αντίστασης του 1940,
τα ονόματα των νεκρών,
γραμμένα σε κάτι σαν σπάραγμα ξεθωριασμένο Ελληνικής σημαίας
και αποθεμένες πάνω τους νυχθήμερες φλογίτσες.
Τυπώθηκαν για να αναρτηθούν την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στο Σισμανόγλειο μέγαρο
του Ελληνικού προξενείου της Κωσταντινούπολης.