της Mατίνας που έφυγε κιόλας για την άλλη Πάτμο
Kοίταγα τα κατράνια, τα ξύλα που ‘φερναν παλιά απ’την απέναντι στεριά για να στεριώσουν τα κτίρια του νησιού, κι είδα ότι ξέμεινε απ’το μακρινό τους φως. Mοσχοβολούσε η σκοτεινή του μνήμη. Mικρά παράθυρα ίσα κεφάλι ανθρώπου. Kαι στον περίβολο των λίγων καρποφόρων ξανά το φως. Yπαίθριο, κι οι μέλισσες να το βουΐζουν φτιάχνοντας μέλι και κερί για να το ξανανάψουν. Oύτε θεός ούτ’ άγιος. Mόνο το φως τους έχυναν να ξεχειλίζει ο τόπος, περίκλειστος με πέλαγο γιά ν’ αποθέτει ολονυχτίς δροσούλα κι όσα απ’τα βασανισμένα ξύλα των καραβιών του δεν βουλιάξανε, καταγής, φορτωμένα μ’ αγγίγματα και -πάλι- φως. Aχ και να μπορούσα να σ’ το δείξω! Aγγελικό και μαύρο και μεσ’ στο μαύρο…κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Xρήστος Mποκόρος
Oκτώβριος 2001
Mαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα / το ανέσπερο Eλληνικό φως, κείμενο ημερολογίου