Μου άρεσε το Ναύπλιο από παλιά. Το πρωτόδα παιδί, σαν ζωντανή εικόνα της εξ αναγνώσεων ιστορίας μας. Μικρή, λιτή πρωτεύουσα του αρτισύστατου Νεοελληνικού μας κράτους. Πάνω του βράχος οχυρός το Παλαμήδι. Ανηφόρισα ως τη μαύρη τρύπα όπου φυλάκισαν -ποιόν;- τον Κολοκοτρώνη. Αλλά εγώ τον είχα πάντα ελεύθερο στον νου μου και μύριζα τ’ ανθισμένα περιβόλια απέναντι, χαζεύοντας σαν κόσμημα το Μπούρτζι. Κατηφορίζοντας, αύρα θαλασσινή καθάριζε αιματοχυσίες, διχόνοιες και δολοπλοκίες στα ευρύχωρα πλακόστρωτα της πόλης με τα δημόσια κτίρια, τα αρχοντόσπιτα, τα αγάλματα, τους κήπους, τα νερά, την προκυμαία. Μού ‘μεινε λοιπόν ο εν δόξη μοσχοβολημένος αγώνας κι ένα αεράκι φωτεινό, ζωοποιός παραμυθία για να ξεφεύγω απ’ τα φρικτά σκοτάδια αέναων εμφύλιων σπαραγμών και αλλοτρίων επεμβάσεων.
Ξανάρχομαι τώρα ζωγράφος να εκτεθώ στο εδώ παράρτημα της Εθνικής μας Πινακοθήκης. Τιμή μου. Επέλεξα έργα που έχουν να κάνουν με την κοινή μας μνήμη. Όσα χρόνια ζωγράφιζα, μια ταυτότητα έψαχνα. Το πρόσωπό μου να βρω. Να διακρίνω τι είμαι και ποιός. Καταγόμαστε οι άνθρωποι, δεν είμαστε μόνοι. Είναι μακρύ το νήμα, χάνεται πίσω σε όσα συνέβαλαν να είμαστε έτσι, εδώ. Ο τόπος μας, οι δικοί μας, οι άλλοι. Κι οι απέναντι; Ποιοί θα ‘μαστε να τους υποδεχτούμε; Πέρα απ’ τα ανθρωπιστικά και τα φιλάνθρωπα και τα ωραία αισθήματα που όλοι έχουνε λίγο ή πολύ. Εμείς, ποιοί είμαστε; Σε τι ομονοούμε; Ποιό είναι το κοινό που μας ενώνει; Ποιά η ιστορία μας; Τι θήκας προγόνων τιμούμε; Τι έχουμε για μας να διηγηθούμε; Πώς κοινωνούμε ως κοινότητα; Σε τι ομνύουμε; Τι ελπίζουμε από κοινού; Τι προσδοκούμε; Ποιούς συν-χωράμε στο εμείς; Και τι χρωστάμε πίσω μας, στο σκοτεινό μας παρελθόν;
Άλλο προικιό δεν έχω από τα παιδικά μου χρόνια και το παιδί που ακόμα μέσα μου κρατώ για να μπορώ να ελπίζω. Επεθύμησα, αλλαζών, να αναστρέψω το μνήμα και να το ξαναστήσω μνημείο. Ταπεινωμένος στα άλυτα, τα οδυνηρά και τα δύσκολα όπου η ζωή μας δοκιμάζει, αναρωτιόμουνα, τι άλλο θέλει ο άνθρωπος παρά να μη αποθάνει; Αρκούν οι ευκολίες κι οι ανέσεις να μας δώσουν νόημα; Αίτημα αθανασίας η ζωή μας. Κι η τέχνη μας τι άλλο έχει να κάνει απ’ το να διαρρήξει τον χρόνο και να σώσει την εικόνα από τη λήθη στην αλήθεια; Και τι έστιν αλήθεια; Ότι καταλαβαίνω ως αναλλοίωτο κι όσο καλλίτερα μπορώ, αυτό να κάνω. Το κάλλος· αυτό δεν είναι το ζητούμενο να βρούμε; Εκείνο το αρχαίο, το καλό κ’ αγαθόν. Το πάντα ανεύρετο και πάντα ζωογόνο. Η αρμονία η αφανής, η αρετή, το μέτρο. Οδός αυτογνωσίας η ζωή κι άσκηση ανόρθωσης η τέχνη μας. Να ορθώσουμε το ανάστημά μας λαμπερό μεσ’ στο σκοτάδι. Να αναλάβουμε την ευθύνη μας και να αποδώσουμε τον καλλίτερό μας εαυτό, αντίδωρο στης ζωής μας το χάρισμα.