Σημείο θέασης: η κοινότητα
Ζωγράφος εσωτερικών τόνων, με ένταση που πυκνώνει όσο ο θεατής βυθίζεται στο έργο, ο Χρήστος Μποκόρος εμπλουτίζει μια μεγάλη εικονογραφική παράδοση. Πράγματι, μολονότι είναι δεξιοτέχνης ζωγράφος, με δεξιοτεχνία που συχνά φτάνει την εικόνα στα όρια της ψευδαίσθησης, τα έργα του Μποκόρου δεν απεικονίζουν ένα θέμα τόσο πολύ όσο καλούν τον θεατή να μπει σε μια συνθήκη θέασης και δια μέσω του έργου να πλέξει δεσμούς: με την τέχνη, τον εαυτό του, την κοινότητα. Ετούτο φαίνεται ιδιαίτερα σε έργα όπως τα Κεράσια (2018). Στα Κεράσια μπορούμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα υλικών που αντιστοιχούν σε διαφορετικές διαστάσεις αναπαράστασης. Τον φορέα του έργου που, όπως σε πολλά έργα του Μποκόρου, είναι ξύλο, χρησιμοποιημένο, πολυκαιρισμένο ξύλο το οποίο έχει βρει και έχει κατεργαστεί ο καλλιτέχνης ∙ τα πανιά τα οποία λειτουργούν ως ανάγλυφη πλαισίωση εντός των πλαισίων του έργου∙ και την κατεξοχήν ζωγραφική δισδιάστατη χειρονομία, τα κεράσια, που σκορπίζουν στο κέντρο του πίνακα. Στο ολοκληρωμένο έργο τα τρία αυτά επίπεδα συναιρούνται και χάνει το καθένα την υλική του υπόσταση. Η αναγωγή αυτής της ύλης σε αναπαράσταση και της αναπαράστασης σε ύλη -το ξύλο και το πανί που γίνονται ζωγραφικό υλικό, το ζωγραφισμένο έργο που αποκτά υλικότητα- δεν έχει στόχο να παραπλανήσει αλλά να μυήσει τον θεατή. Στο μυαλό έρχεται ο αρχετυπικός μύθος για την ιστορία της ζωγραφικής που παραθέτει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος για τον ζωγράφο Ζεύξι: ο Ζεύξις, ζωγράφος του 5ου αιώνα π.Χ., είχε ζωγραφίσει με τόση λεπτομέρεια και δύναμη ένα τσαμπί σταφύλια που τα πουλιά παρασύρθηκαν και όρμησαν στο έργο πιστεύοντας πως είναι αληθινά. Παρόλο που ο μύθος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως για να δείξει τη δύναμη της ζωγραφικής που μπορεί να μιμηθεί την φύση ή, αντίθετα, την πλάνη της ζωγραφικής που δεν μπορεί να υποκαταστήσει την φύση, θα άξιζε τον κόπο να μεταθέσουμε το ενδιαφέρον μας στο ίδιο το αντικείμενο της αναπαράστασης που έχει επιλέξει με μεγάλη προσοχή ο μυθουργός: η άμπελος ως μυθικό σύμβολο είναι καρπός της προσφοράς, είναι καρπός της μέθεξης, διαθέτει κατεξοχήν ιερές ιδιότητες που αφορούν την κοινότητα και συγκροτούν την κοινότητα. Τα πουλιά που ορμάνε στα σταφύλια και φεύγουν απογοητευμένα δεν δείχνουν μόνον πως η ζωγραφική δεν μπορεί να ικανοποιήσει το ζώο, δείχνουν κυρίως πως η ζωγραφική απευθύνεται στον θεατή της ως κοινωνική πράξη, δεν αφορά το αντικείμενο της αναπαράστασης αλλά την υποδοχή του. Σε αντίθεση, με το ζωγραφικό είδος της νεκρής φύσης που έχει ως στόχο του να δείξει την αναπαραστατική ικανότητα του ζωγράφου και να υμνήσει τον πλούτο και τα αγαθά του εντολέα του έργου, οι πίνακες του Μποκόρου που απεικονίζουν φρούτα, πρόσφορα, κρασί, κεριά στέκονται στη μέση μιας συνάθροισης, ισότιμα μέλη της οποίας είναι ο καλλιτέχνης και οι θεατές του έργου, οι αποδέκτες της προσφοράς.
Στο πλαίσιο αυτό έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε από ποιο σημείο θέασης κοιτάμε κάθε φορά το έργο, πού μας τοποθετεί δηλαδή ο καλλιτέχνης σε σχέση με την εικόνα. Ορισμένα έργα του Μποκόρου είναι μετωπικά, όπως η Σκιά ελιάς – Καντήλι, 1996, ή το Κυπαρίσσι – Δέντρο μνήμης, 2011. Τα περισσότερα από τα έργα αυτά δεν είναι ρεαλιστικά, επεξεργάζονται μάλλον μια θεματική ή μορφική τυπολογία και διαβάζονται ακριβώς μέσα από την υπαγωγή τους σε μια παράδοση, φερ’ειπείν αγιογραφική. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν εξάλλου και οι παραλλαγές γύρω από το θέμα του κεριού που συγκροτούν ένα συμπαγές θεματικό σώμα στην εργογραφία του Μποκόρου. Τα κεριά λειτουργούν καταρχήν αλληγορικά και εμπλουτίζουν μια σχεδόν οικουμενική μεταφορά όπου το κερί και η αχνή, τρεμοπαίζουσα, εφήμερη φλόγα του γίνονται μετωνυμία για την ψυχή των νεκρών και το αιώνιο αποτύπωμα που αφήνουν στη μνήμη. Στη ζωγραφική του Μποκόρου αποτύπωμα μνήμης είναι η ίδια η καλλιτεχνική χειρονομία και η διακριτική στιβαρότητά της.
Ωστόσο, ένα δεύτερο συμπαγές θεματικό σώμα χαρακτηρίζεται από μεγάλη αναπαραστατική ακρίβεια στα όρια του φωτορεαλισμού. Τα έργα αυτά διαθέτουν ως επί το πλείστο σταθερή σκηνοθεσία και για να καταλάβουμε τόσο τις μορφικές προοπτικές τους ιδιότητες όσο και, κυρίως, το ήθος που τα διακρίνει θα πρέπει να κατανοήσουμε το παράδοξο, χαρακτηριστικό στον Μποκόρο, σημείο θέασής τους. Πράγματι, σε αυτό το σώμα έργων η σκηνοθεσία του θέματος είναι σταθερή: σε ένα τραπέζι είναι κεντρικά ή έκκεντρα τοποθετημένα μια φέτα ψωμί ή ένα αυγό, λίγα πρόσφορα, ένα ποτήρι κρασί, φρούτα. Ο θεατής ωστόσο δεν αντικρύζει τα αντικείμενα αυτά μετωπικά, όπως στα άλλα έργα του καλλιτέχνη ή στο ίδιο ύψος με αυτά όπως σε μια τυπική νεκρή φύση. Αντίθετα, τα βλέπει από κάποιο ύψος, σαν να ανασηκώνεται από τη θέση του και να σκύβει πάνω από το τραπέζι. Η προοπτική αυτή διάταξη υπονοεί μια συγκεκριμένη κατάσταση συν-εστίασης, την κίνηση του θεατή που τείνει προς την άλλη πλευρά, προς την πλευρά του συνδαιτημόνα. Τα έργα έτσι δεν οργανώνουν τόσο ένα σημείο θέασης, όσο μια συνθήκη θέασης, μια συνθήκη πλησιάσματος, μια ομιλητική συνθήκη όπου η ζωγραφική γίνεται μηχανισμός συνεύρεσης και λόγου. Όπως συμβαίνει υποδειγματικά στα Κεράσια, το κατεργασμένο ξύλο το οποίο υποδέχεται την ζωγραφική χειρονομία γίνεται εικόνα του κατεργασμένου ξύλου, του τραπεζιού, που υποδέχεται την ομιλία. Από την άποψη αυτή, η λιτότητα που χαρακτηρίζει τα τραπέζια του Μποκόρου δεν παραπέμπει καθόλου σε κάποια μοναστική ολιγάρκεια. Δεν είναι παρά η ελάχιστη εκείνη προσφορά που αρκεί για τη φιλοξενία, που αρκεί για τη σύναψη ενός δεσμού, μιας κοινότητας. Είναι παραλογή μιας ιστορίας που μοιραζόμαστε όλοι.
Η έκθεση του Χρήστου Μποκόρου στην Πινακοθήκη Σάββας Πετράκης είναι η πρώτη έκθεση που η ιδιόμορφη και σπουδαία αυτή Πινακοθήκη στην εσχατιά της Κρήτης φιλοξενεί με έργα που δεν ανήκουν στη συλλογή της. Ξεκινά έτσι ένα εκθεσιακό πρόγραμμα το οποίο συνομιλεί και εμπλουτίζει τον πυρήνα της και ανοίγει νέους δρόμους στη λειτουργία της. Μια έκθεση ενός καλλιτέχνη που στο κέντρο του έργου του βρίσκεται η προσφορά, η φιλοξενία και η συνομιλία με τον Άλλον, είναι ένα ιδανικό καινούργιο ξεκίνημα για την Πινακοθήκη Σάββας Πετράκης, που έχει και η ίδια δημιουργηθεί ως υπόδειγμα προσφοράς προς την κοινότητα και συγκρότησης της κοινότητας γύρω από την τέχνη.
Θεόφιλος Τραμπούλης – Ιούνιος 2018