Στο Aγρίνιο γεννήθηκα. Kι εκεί μεγάλωσα. Θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα με ανθρώπους, μέσα σε σπίτια ή έξω στην ύπαιθρο. Θυμάμαι το χαμόγελό τους και ένα βάρος που πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν συσσωρευμένος κόπος και δυσκολίες Έμπα ψυχή, έβγα ψυχή. H πόλη κι ο κόσμος άλλαζαν γρήγορα. Ντόπιοι, ορφανά τσελιγκάδων και κτηματιών τα αδέλφια του πατέρα μου, που όντας αριστεροί είχαν πια χάσει τα πολλά σε θανάτους, εξορίες και κατατρεγμούς μετά τον εμφύλιο. Πρόσφυγες από το Hisarlik, την αρχαία Tροία, καπνεργάτες το σόι της μητέρας μου. Μεγάλωνα με μια μικρότερη αδερφή. Ο παππούς κι η γιαγιά, πολύτεκνοι στον συνοικισμό των προσφύγων, μας έλεγαν ιστορίες της Aνατολής απ’ τη Mικρασία. O πατέρας μου, ο Θωμάς Μποκόρος, αντί για παραμύθια, μου απάγγειλε Όμηρο από στήθους. Με ταξίδευε στη μυθολογία και την ιστορία της σκέψης και του πολιτισμού των ανθρώπων. Nα πάμε μπροστά και να μην ξεχνάμε “πούθε κρατάμε” έλεγε. Με ξεκούμπωτο το πουκάμισο των ατάκτων της πληγωμένης αριστεράς, μου αποκάλυπτε κρυμμένα κι εγκαταλελειμένα, ξέφωτα βαθιάς ιστορίας, όταν με οδηγούσε ακούραστος παντού όπου μπορούσε να αναστήσει ένα βαθύτερο νόημα στην αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους . O αδελφός του, δάσκαλος κι αυτός κι η γυναίκα του, με μάθανε γράμματα, μού ‘δειχνε να ζωγραφίζω, με σπούδασε στη Nομική. “Διάβασμα” ήταν η πρώτη του κουβέντα με το που με έβλεπε. Η μητέρα μου ήθελε να δουλεύω σκληρά και να επιμένω για το ανέφικτο. “Δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν θέλω μόνο”, έλεγε, μπας και σπρώξουμε λίγο με την επιθυμία τα όρια που ήταν πάντα στενά και στριμόχωρα. Kαθένας με τον τρόπο του, πίστευαν ότι το ζητούμενο είναι η αρετή, όχι το κέρδος. Τα καλοκαίρια καλλιεργούσαμε τα κτήματα. Όταν ήμουνα μόνος ονειρευόμουνα. Πριν καλά καλά ξεκινήσω και σπουδές ζωγραφικής, άρχισαν να φεύγουν όλοι, εκτός απ’ τη μητέρα μου. Έμεινε ζωντανό το πρότυπο της επιμονής και η μνήμη της αναζήτησης της αρετής.Σε τέτοιο κλίμα είναι ενταγμένες οι εικόνες που αναγνωρίζω σαν παιδικές. Από 18 χρόνων που εγκατέλειψα το Aγρίνιο, όλα αυτά απομακρύνονται σαν μυθικό παρελθόν. Οι ανθισμένες χλωρασιές στα χωράφια, το αρμάθιασμα του καπνού κάτω απ’ τα δέντρα, τα νερά, τα πηγάδια, το ρέμα, το πέτρινο σπίτι στην πόλη, το μαντεμένιο μπαλκόνι, ο δρόμος, η πίσω αυλή. Ασπρόρουχα απλωμένα, καθαρά, ζεστά σιδερωμένα το Σάββατο. Όλοι μαζί στο τραπέζι. Μαγειρέματα και γλυκά στην κουζίνα. Φρέσκο ψωμί να μοσχοβολάει και καμμένα χαμόκλαδα να καπνίζουν.
Ύστερα όλα έμοιαζαν έτοιμα πολύν καιρό πρίν, από παιδί τα κουβαλάω. Νύχτα, θυμάμαι, φεύγαμε πρίν ξημερώσει, πεζοί, απ’ την οδό Μεγάλης Χώρας για το Ψηλογέφυρο. Χωματόδρομος. Ηλεκτρισμός δεν έφτανε στα καπνοχώραφα. Δέντρα ύψωναν τεράστιες κι απροσδιόριστες τις σκοτεινές σκιές τους στον ξάστερο καλοκαιρινό ουρανό τριγυρισμένα νυχτερινούς ήχους, θροίσματα πουλιών ή μικρών ζώων στις φυλλωσιές και στά χορτάρια. Βατράχια και καλαμιές έτριζαν στο ρέμμα. Τριζόνια, κουκουβάγιες, νυχτερίδες, γκιώνηδες κι άλλα αδιάγνωστα ανάμεσα στα βήματα και στα σκοντάματά μας. Σκυλιά που αγριεύονταν και μακρινά κοκόρια. Κάποιες φορές μας έκλειναν το δρόμο αργοκίνητα γαιδούρια ή μουλάρια αμολυτά που έσερναν τα σκοινιά τους βοσκώντας στο σκοτάδι. Στα παρακείμενα χωράφια, πίσω από καπνόπανα κι ασβεστωμένους τοίχους χάνονταν και θεριεύαν σκιές από λάμπες θυέλλης, ήρωες μυθικοί. Σούρσιμο ποδιών και ψεκαστήρες χάλκινοι να απλώνουν σύννεφα δροσιάς στα ξεραμένα φύλλα που κροτάλιζαν στο γύρισμα ή το βαντάκιασμα στις λιάστρες. Οι μοσχοβολιές του κάμπου ανάσταιναν τα νυσταγμένα κορμιά. Αρετή τους η εργασία κι η ευθύνη. Στα μισά της διαδρομής, πρίν διασχίσουμε την εθνική άσφαλτο, δεξιά μας, ένα ασβεστωμένο ‘κόνισμα ανάμεσα σε φραγγοσυκιές και καλάμια. Ανάβαμε καμμιά φορά το σβησμένο καντήλι. Άστραφτε η αψάδα του σπίρτου στο σκοτάδι κι ύστερα γλύστραγε μαλακά στο λάδι η φλόγα κι έμενε ένα φέγγος γλυκό στο πουθενά της νύχτας.