Όταν πρωτόρθαν στ’ Aγρίνιο απ’ τη Mικρασία, πρόσφυγες, η γιαγιά η Πολυξένη, κοριτσάκι τότε, στις καπναποθήκες πρωτοδούλεψε. Tης έδωσαν μια στάμνα με νερό να κουβαλάει για να πίνουν οι καπνεργάτες, να δροσιστούν, να κατακάτσει η σκόνη του καπνού. Ξεροστάλιαζε στα αδύνατα πόδια της να προστρέχει δροσιά στους διψασμένους. Πολύ σκόνη και πολύ πίκρα ο καπνός εκεί μέσα.
Eίδες; Aκόμα μοσχοβαλάει ο τόπος.
Οι καπναποθήκες των Αδελφών Παπαστράτου έκλεισαν τον καιρό που έφευγα απ΄το Αγρίνιο. Όταν ο Θοδωρής ο Γκόνης, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού περιφερειακού θεάτρου, μου πρότεινε να εκθέσω στην πόλη μου, ζήτησα να ανοίξει πάλι αυτός ο χώρος κι εκεί να δείξω τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια που είχα φευγάτος. Δίσταζαν στην αρχή. Το ίδρυμα Παπαστράτου δέχτηκε εντέλει, έστειλαν και κάποιον μηχανικό τους να ελέγξει τη δυνατότητα του κτιρίου να δεχτεί επισκέπτες, πολλά χρόνια κλειστό κι ακόμα περισσότερα κατεργασμένο. Όπως ήταν το ήθελα, ένα φρεσκάρισμα στο χρώμα των μέσα τοίχων μοναχά, τίποτε άλλο, και, ψυχοσάββατο, άνοιξαν για δυο μήνες οι πόρτες. Άνοιξη, λίγο πριν λίγο μετά την Ανάσταση, μπήκε κόσμος που ποτέ δεν είχε μπει και είδε μαζί με τα έργα μου τη μνήμη της πόλης. Ξαλάφρωσα κι εγώ κάπως από το βάρος του τι χρωστάω σ΄αυτόν τον τόπο που τον άφησα κι έφυγα.
Χ.Μ.
Αγρίνιο, άνοιξη 2000