Το ψηλογέφυρο, στο δρόμο απ’τ’ Αγρίνιο για τη Μεγάλη Χώρα, φωτογραφημένο μάλλον πριν το 1940. Κάπως έτσι το θυμάμαι και στη δεκαετία του ’60, πριν από την ανάπτυξη της πόλης.Φύσαγε πάντα ένα αεράκι εκεί κι είχε μία ανέλπιστα ανακουφιστική δροσιά μέσα στη σκόνη και στο κάμα του καμπίσιου καλοκαιριού, που ίδρωνε τα γύρω καπνοχώραφα κι ωρίμαζε τα σκάμνα, τα σύκα, τα σταφύλια, τα καπνά και μιαν ασυνείδητη επιθυμία να φύγουμε γι’ αλλού. Κελάρυζε ακόμη τότε καθαρό νερό κάτω απ’ το βαθύ ίσκιο των δυο μεγάλων πλατάνων, φορτωμένων με κελαηδισμούς πουλιών, πάνω απ’ τα βατράχια που μαζί με την επιμονή των τζιτζικιών συγκρατούσαν το ίσο του ψαλμού. Με το που πέρναγες το γεφύρι, ένα ασβεστωμένο τοσοδά καφενεδάκι έδινε καφέ, ουζάκι ή καν’αναψυκτικό δροσερό, όταν είχε πάγο. Δυο τρία τραπεζάκια μέσα και δυο έξω, μόνο. Το κράταγε ο πατέρας Μπαρχαμπάς. Οι αγωγιάτες σταματούσαν κι άφηναν παραδίπλα τα σκονισμένα κάρα τους με τα άλογα λαχανιασμένα να ξαποστάσουν και να δροσιστούν. Τα τάιζαν κάποιες φορές κριθάρι ή άχυρο μέσα σε σακούλια που κρεμούσαν μπροστά στο στόμα τους κι έτρωγαν, σάμπως κρυφά, λοξοκοιτώντας. Πρώτη φορά που μπήκα διστακτικός, μικρό παιδί, είδα, δεξιά μου στον μέσα τοίχο, ζωγραφισμένη μια γοργόνα. Άστραφταν λαμπερά σαν ιδρωμένα τα φωτεινά της χρώματα στον παλίμψηστο ασβέστη, μαγεύτηκα• ούτε που τόλμησα να ξανακοιτάξω το ξωτικό, βγαίνοντας με τη λεμονάδα στο χέρι. Σ΄αυτό το γεφύρι, σ΄αυτό το ρέμα και στα γύρω χωράφια έπαιζα τα καλοκαίρια κι ακόμα εκεί θυμάμαι τον παράδεισο, την άφεση στην άπλα του χρόνου, στον χωματόδρομο της ζωής. Δόξα τω Θεώ, λέω, που τα πρόλαβα και τα έζησα, αργοπορώντας, λίγο πριν τα σκεπάσει η σκόνη κι η βιαστική εξάπλωση των σκουπιδιών της προόδου που μας αποπλανούσε, με τα καλά της, μακρυά τους.