γιά τους αμίλητους,
που απ’ τα χείλη τους κρεμάστηκα να ‘δώ πιό πέρα,
εκεί που ‘λευτερώνονται φως και σκοτάδι,
και πά’ ν’ αγγίξω τη φωτιά
και πιάνω κάρβουνο καυτό και μαύρο
και πονάει.
νά ‘φυγαν με τη φωτεινή την όψη των θλιμμένων
ή έμειν’ άβγαλτη η μαυρίλα, η κούφια, των απελπισμένων ;
…τον ξεγύμνωσαν, του κόψαν το κεφάλι, του κόψανε τα χέρια απ’ τους ώμους και τα πόδια απ’ τα γόνατα και κάτω, τα κεφάλια τα πάστωσαν με ρίγανη κι αλάτι για να μη μυρίζουν και τα περιφέρανε στα χωριά συνοδεία οργάνων, ύστερα τα κρεμάσανε στην πλατεία, δημοσίεψαν και φωτογραφία στις εφημερίδες, νίκησαν.
εγκώμιο, λοιπόν,
των νικημένων.
Mαύρο
κατάσαρκα ντυμένο, μονοφόρι,
-κοιμούνται μέσα του πουλιά,
νύχτα βαθειά λαλούν αηδόνια-
και χαμηλά στο χώμα ανθίζουν
νηπενθή τα χορταράκια των αγρών,
κάθε φορά ωραία, στον καιρό τους.
Πιό χαμηλά,
άλυποι δίχως όνειρα κοιμούνται.
Κι αν τους γυρεύω στα ψηλότερα δεν απαντούν.
Φωτίζουνε, νυχθημερόν, τον κόσμο με σκοτάδι.
Δάσος αδιάβαστο.