Πολυξένη Αγγελάκη-Μαργέτου
Renköy (Οφρύνιο Τρωάδος) 1908 – Αγρίνιο 23.1.1985
Η γιαγιά Πολυξένη, κοριτσάκι, όταν πρωτόρθανε πρόσφυγες της καταστροφής απ’ τη Μικρασία,
δούλευε στις καπναποθήκες των αδελφών Παπαστράτου στ’ Αγρίνιο.
-Και τι δουλειά έκανες βρε γιαγιά, τόσο μικρούλα; την ρωτούσα μικρός κι εγώ.
-Μού’χανε δόσει ένα τσίγκινο τάσι και μια στάμνα να την γεμίζω νερό και να δροσίζω τους
διψασμένους.
-Σιγά τη δουλειά! την απόπαιρνα ο άμαθος.
-Ααχ! Πόσο βαρειά ήταν η γεμάτη στάμνα νά’ξερες, και τα ποδαράκια μου λεπτά σαν καλαμάκια, πως να
τη βαστήξουνε;
-Ε καλά και κάθε πότε δίψαγαν για να τους πας νερό;
-Όλη μέρα· είμασταν κόσμος πολύς τότε στα καπνομάγαζα, λαός… άντρες, γυναίκες, φτωχολογιά στο
μεροκάματο, κι άλλος από δω άλλος από κει όλο και ζήταγαν μια γουλιά νερό για να κατέβει το
φαρμάκι· είχε πολύ πίκρα και πολύ σκόνη εκεί μέσα παιδί μου.
–
Αργότερα, επαναστάτης φοιτητής, ένα πρωί στο σπίτι της στα προσφυγικά την βρήκα να τεντώνεται ν’
ανάψει το καντήλι στη γωνιά.
-Τι παιδεύεσαι πρωί-πρωί με τα καντήλια βρε γιαγιά;
-Τι να κάνω παιδί μου; τόσες ψυχές φευγάτες έχουμε να θυμόμαστε κι ένα σωρό ζωές αναγκεμένες να
ευχόμαστε. Για το καλό είναι, για όλους. Μη κακιώνεις!
–
Γρήγορα που περνάει η ζωή! Πάνε χρόνια που αναπαύθηκε η γιαγιά, πάει καιρός που ερήμωσαν κι οι
αποθήκες. Κάποιες ανακαινίζονται κι αλλάζουν χρήση. Στεγάζουν πιά πολιτισμό, εκθέσεις, συνέδρια,
ξενοδοχεία, διασκέδαση, ευδαιμονία και καταπραΰνουν την απώλεια του ελέγχου των μέσων
παραγωγής και την εξάρτηση από απρόσωπους προμηθευτές ευκολιών, που ελέγχουν τις εφήμερες
ζωές μας. Όσο γίνεται καθημερινή μας συνείδηση η αποφυγή του κόπου και του πόνου, όσο
απολαμβάνουμε την άνεση και τη λήθη, τόσο θα μας περιβάλει το κενό και το τίποτε του απαλλαγμένου
από ευθύνες εαυτού μας. Στην εποχή της λήθης θυμάμαι τον κόπο σας, γιαγιά Πολυξένη, τα σα εκ των
σων, τ’αγαθά κόποις κτώνται… κι ανάβω κεράκια στον μόχθο και την ελπίδα του.