Αγρίνιο – Νικήτη

 

 

Παλιωμένο χαρτονάκι 12×16 διπλωμένο στα δύο. Tο χρώμα του τσιγαρόχαρτου των καπνοπαραγωγών και τυπωμένα σε γραφομηχανή, κεφαλαία: “Δελτίον ταυτότητος. Εβδομαδιαία εφημερίς, Αγροτικόν Βήμα. Όργανο του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος, Αιτωλοακαρνανία”. Μέσα αριστερά μια καρφίτσα σκουριασμένη συγκρατούσε τη φωτογραφία του κι ο λεκές της σκουριάς αφάνισε το αυτί ως το μηνίγγι. “Ο έναντι εικονιζόμενος Μποκόρος Χρήστος του Δημητρίου αναγνωρίζεται ως διευθυντής της εφημερίδας μας. Εν Αγρινίω τη 18/1/46”. Σφραγίδες, υπογραφές… Δυό χρόνια αργότερα, τον έντυσαν έφεδρο ανθυπολογό μετά την εξορία και μεσ’ στον μήνα τον σκοτώσαν στην Ήπειρο. Μια σφαίρα στο κεφάλι. Αυτός ο λεκές της καρφίτσας… αμείλικτος. Η αναφορά του ταγματάρχη έγραφε ότι “εφονεύφη εις συμπλοκήν με συμμρίτας παρά την γέφυρα των Αγίων επί του ποταμού Γορμού πλησίον των Δολιανών Πωγωνίου”. Τον έφεραν με στρατιωτικό όχημα τυλιγμένον σε σημαία, άγημα συνόδευσε την εκφορά κι ο τάφος του, δημόσια δωρεά, έγινε οικογενειακός και σκεπάζει ακόμη τους φευγάτους δικούς μου. Ένα δρομάκι στην πλατεία Χατζοπούλου ονομάστηκε οδός Χρήστου Δ. Μποκόρου. Βαφτίστηκα κι εγώ τ’ όνομά του. Ήταν ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου κι όλοι λέγαν πως ήταν βαρειά η απώλεια αλλά “βους επί γλώσση μέγας” και κανείς δεν μιλούσε ανοιχτά για την διατεταγμένη εκέλεση πίσω απ’ το ανεστραμμένο πέπλο του ήρωα. Είχαμε ένα ξίφος δικό του κρυμμένο και μια μεγενθυμένη φωτογραφία του σε κορνίζα μαζί με τις οικογενειακές στο σαλόνι. Θυμάμαι ακόμη, μικρός, στην εξώπορτα τον πλανόδιο φωτογράφο που αναλάμβανε μεγεθύνσεις και τη μητέρα να του δίνει οδηγίες, πως να την φτιάξει. Κάθε μέρα παρών μεσ’ στο σπίτι και τώρα που εκθέτω στις πρώην αποθήκες του συνεταιρισμού των αγροτών στην Νικήτη πάλι σκύβει κλεφτά στο μυαλό μου μ’ αμίλητο τ’ άγρυπνο βλέμμα. Συνεταιριστής κι αυτός κι ο πατέρας μου κι ο νονός μου, ο καπνοΦλώρος, πρόεδρος της Ένωσης στ ́Αγρίνιο τότε. Οι αποθήκες των αγροτικών συνεταιρισμών μου φέρνουνε πάντα στο νου αγώνες αυτοδιαχείρισης, την αγωνία της κοινότητας να προστατέψει τον κόπο της παραγωγής της (καμμία σχέση με την τρέχουσα πραγματικότητα), το κοινόν, την καλλιέργεια, το εν έργω τίθεσθαι του κάλλους, το πολύτιμο διακινδύνευμα της σοδειάς, μιαν αίσθηση σωσμένης αυτάρκειας και πιό ζωντανό τ’ αχούρι το δικό μας στα κτήματα. Τη μυρωδιά απ’ τα γεννήματα, σπόρους, καρπούς, υλικά, εργαλεία, μηχανήματα, σωλήνες, λιπάσματα, σάκκους, τσουβάλια, βαρέλια, λινάτσες και δέματα, σαρμανίτσες, βαντάκια, καπνόπανα, σκάλες και σύρματα, σκοινιά και ξυλεία στο σκοτάδι, χώμα πατημένο και άχυρα, μόχθο, ιδρώτα κι ίσα που αγγίζανε κάπου τον πλίθινο τοίχο αχτίδες φωτός μ’ αιωρούμενη σκόνη τρυπωμένες απ’ τα σπαραγμένα κεραμίδια της σκεπής και τις χαραμάδες της φθαρμένης ξύλινης πόρτας. Άχρηστες πια οι αποθήκες· ποιά παραγωγή και τι κοινό να φυλάξουν; Ο Μιχάλης κι η Ναταλία, φιλόξενοι, φρόντισαν τον χώρο της Αποθήκης στην Νικήτη κι απίθωσα στους τοίχους της έργα μου, άρρητα φωτισμένα της μνήμης, ανάδρομα στην πίκρα και στο σκοτάδι. Τι κουβαλάει η ψυχή μας βαθειά, ούτε ‘μεις καλά-καλά δεν το ξέρουμε, ούτε κι άλλος κανείς μπορεί ποτέ να το μάθει…

 

 

Χρήστος Θ. Μποκόρος, Νικήτη, Ιούνιος 2018