Για την έκθεση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

 

Εκθέτω στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά μια σύνοψη της ζωγραφικής μου δημόσιας παρουσίας τα τελευταία τριάντα χρόνια. Είκοσι οκτώ εμβληματικά έργα της πορείας μου από την μαθητεία στο πραγματικό, τους πειρασμούς του αόρατου, τα στοιχειώδη αγαθά μιας λιτής ευημερίας. Σταθμοί μιας προσωπικής διαδρομής αυτογνωσίας που προσδοκά να αξιωθεί στην κοινότητα. Πού αλλού άραγε αξιώνεται η τέχνη αν όχι σε ένα κοινό συναίσθημα που αναδεύει μέσα μας μιαν απαίτηση ύψους, την ανάγκη ενός νοήματος που μας υπερβαίνει, τη λαχτάρα μιας απρόσιτης ομορφιάς που μας συνέχει; Αν η θνητότητα και το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής διατείνονται ως η μόνη πραγματικότητα, κι αν είναι προφανής η σύνθλιψη στις δυσκολίες της καθημερινότητας, η απελπιστική ανέχεια κι η ακόρεστη σπατάλη, τα αρπακτικά κι οι εξουσίες, η αλλοτρίωση της απρόσωπης εργασίας, η καταναλωτική εξάρτηση, η άσκοπη διασκέδαση του χρόνου που μας δαπανά αδαπάνητους, η συμβατική ορθοπρέπεια που ακυρώνει την όποια αλήθεια μας, υπάρχει ωστόσο, εξίσου πραγματική, μια ανατατική επιθυμία που αντιστέκεται στην πτωτική συνθήκη, υπάρχει μια δημιουργική ουτοπία εντός μας για να απαντά στο σκοτεινό κενό που επανέρχεται απροσπέλαστο πίσω απ’ τις φωταγωγημένες νύχτες της προόδου μας. Μια παραμυθία λυτρωτική, η σωτηρία αυτοπροσώπως. Ιδανική και ανέγγιχτη μια παιδική ψυχή που πεταρίζει μέσα μας. Νόστος καταγωγικός της αιωνιότητας. Δοξαστική παράσταση του όντως όντος. Τέτοια παιδεύουν κι οδηγούνε το μυαλό μου ζωγραφίζοντας. Η τεχνική δυνατότητα απεικόνισης της οπτικής μας αντίληψης είναι χάρισμα. Αλλού το χρωστάμε αυτό. Αλλά η όποια δεξιότητά μας νοηματοδοτείται από τις δικές μας επιλογές, την ιδιαίτερη απάντησή μας στο “προς τί”. Αυτές οι επιλογές διαμορφώνουν το πρόσωπο μας. Η διαμόρφωση αυτή είναι το δικό μας βάσανο και χρέος, ο τρόπος μας να κοινωνήσουμε τον κόσμο. Καθένας με τον τρόπο του, με το καταδικό του πρόσωπο να μετέχει στο κοινό, στην ομορφιά του σύμπαντος κόσμου. Μέσω της, κατά το δυνατόν, απεικονιστικής αρτιότητας επιζητώ, ο αλλαζών, να αποδοθεί εικόνα υλική μιας άυλης πατρίδας, να λάβει πνευματική ουσία η θνητή ύλη, να ορθωθεί νόημα αθανασίας στην παράσταση του ἐφήμερου. Με την πρόθεση να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, να ορθώσουμε το ανάστημά μας και να αποδώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό αντίδωρο στο χάρισμα της ζωής. Με τη βαθειά πεποίθηση ότι η τέχνη αναδεικνύει το κοινό και το κύριο, ότι η εντοπιότητα είναι οικουμενική, ότι η αισθητική μαρτυρεί την ηθική μας στάση στον κόσμο. Η ζωγραφική δεν είναι παρά ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος. Εμείς εκτιθέμεθα ενώπιόν της, αμήχανοι, να διεκδικήσουμε κάποιο νόημα υψηλό, κάποιαν αξία πάνω από μας για να πιαστούμε. Δεν είναι η Τέχνη εντέλει που προέχει. Μέγα καλό και πρώτο, η Ζωή.

 

Χ. Μ., Νοέμβριος 2018.