Τα τελευταία καλοκαίρια, χάρη στον φίλο Μάνο Δημητρακόπουλο, βρέθηκα συχνά με τα παιδιά στην Αντίπαρο, απολαμβάνοντας γενναιόδωρη φιλοξενία. Αντίδωρο στη φροντίδα της κυρίας Μαίρης Χατζάκη, οι ζωγραφιές που έκανα για να εκτεθούν στο Αντί, έναν μικρό χώρο που κρατάει ζωντανό στην είσοδο του αλλοτινού κάστρου της πόλης.
Βαδίζοντας αργά στην οδό των στοιχειωδών ζητουμένων μιας λιτής ευημερίας, λοξοδρομώ σ’ απόκεντρα της τρέχουσας ζωής απρόσβλητα ακόμη απ’ τους αλλοπρόσαλλους εφήμερους συρμούς, χρονοτριβώ κοιτάζοντας αφηρημένος τον τόπο γύρω μας, προσηλώνομαι εκεί, νομίζω ότι αδειάζω αλλά μάλλον γεμίζω, η θέα παίρνει θέση εντός μου κι αργότερα επανέρχεται στον νού μου -νήμα μυστικό- με οικειότητα αρχέγονης πατρίδας. Ζωγράφισα λοιπόν όσο μπόρεσα κάποιες απ’ αυτές τις εικόνες σαν οδοδείκτες, σημάδια μιας διαδρομής στοιχειωδών στάσεων του βλέμματος στο καλοκαίρι: σκοτεινές κορμοστασιές πεύκων σε καθαρό ουρανό, τη φωτεινή κορυφογραμμήμ-ιας ώριμης κατάφορτης φραγκοσυκιάς, φρυγμένα λιβάδια χρυσωμένα στον καυτό ήλιο, γαλάζια δροσερά νερά, το μέγα πολυκάντηλο του ξάστερου ουρανού τη νύχτα, το δρόμο της πανσέληνου στο μαύρο πέλαγος, κεράκια στο σκοτάδι αναμμένα, το άρωμα του γιασεμιού σ’ ασβεστωμένον τοίχο και μια Παναγία ολόφωτη για τη μεγάλη γιορτή του μεσαυγούστου, την κοίμηση της μητέρας.