Περνώντας το κανάλι dei Greci, η διάφανη πόρτα του κτηρίου απέναντι από τη γέφυρα, γράφει κυκλικά με λατινικούς χαρακτήρες Istituto Ellenico και στον εσωτερικό κύκλο, «φως ανέσπερο» στα ελληνικά. Είναι αρχαία η ελπίδα του ανέσπερου φωτός. Την κουβαλούσαν μαζί τους και οι αλωμένοι που ήρθανε από την Πόλη. Το φώς ήταν το τρόπαιο της εγκαταβύθισής τους στο σκοτάδι. Στον χώρο που γίνεται η έκθεση, συνεδριάζει εδώ και 500 χρόνια η ελληνική κοινότητα της Βενετίας. Μια ορθογώνια μακρόστενη αίθουσα, με περιμετρικά έδρανα, στασίδια. Γύρω οι θέσεις των αιώνιων συνέδρων της παροικίας κι ανάμεσά τους συνεκτεθειμένες δύο ενότητες έργων, που μεταγγίζουν φως από σκοτάδι. Από τη μια πλευρά η προσωπική Νέκυια του Μπότσογλου, όπου παρίσταται, ζωηφόρα πλέον μνήμη, η απώλεια αγαπημένων του, και από την άλλη φωτισμένα σκοτάδια και σκιές του συλλογικού μας βίου, ταπεινά μνημεία της κοινής μας ζωής, που προσπαθώ να παραστήσω εν δόξει. Η συνάφεια δεν βρίσκεται μόνο στην παραστατικότητα της ζωγραφικής, αλλά και στη βαθιά εικονολατρική παράδοση του τόπου μας, να αντιστέκεται στο κενό της ανυπαρξίας και της λήθης. Να κάνει τη μνήμη του μνημείο και να εγκαθιστά την αιωνιότητα στην καθημερινή μας ζωή. Να δίνει σχήμα και μορφή στην αντίληψή του για το υψηλό και το άξιο. Να εικονίζει την αρετή, το κάλλος, τη θεότητα. Να κατοικεί ποιητικά τη γη και να προκαλεί την ομορφιά να σώσει τον κόσμο.

Χ.Μποκόρος / από την Πόλη στην Βενετία