Το αυγό σαν αρχέτυπο, αιώνιο αντικείμενο, φορέας διαιώνισης, σχήμα κλειστό,  συμπαγές κατ’ αρχήν κι εντέλει εύθραυστο, φορτισμένο με άπειρες μυθικές προεκτάσεις και ερμηνείες, κοινό και μέχρις ασδιαφορίας γνωστό, επιλέχθηκε σαν πρόσχημα διαπραγμάτευσης αυτής της εικαστικής παρουσίας,

Έρημο πλέον εδώ από ερμηνείες, αποκλείοντας όσο είναι δυνατόν, κάθε τι υποκειμενικό, το αυγό παρίσταται “αντικειμενικά”, σαν η απλούστερη υλική μορφή με καθαρό, ακριβές και απολύτως ορισμένο σχήμα, μνημειακά ενεργοποιημένο πάνω σε ήδη χρησιμοποιημένες επιφάνειες, ακουμπισμένες σε κουτιά – πλαίσια, με κάποια τάξη αναρτημένα όλα μαζί ή μόνα τους, αναθήματα προορισμένα να ξορκίσουν τη φλυαρία της εποχής, παραπέμποντας στην έμμονη σιωπή του ελάχιστου, του “ασήμαντου”, του καθημερινού, αυτού που αενάως γιγνόμενο υφίσταται αναλλοίωτο, ορίζοντας έτσι τη σταθερότητα του κόσμου.

 

____________________________________________________________________________________________________________________________________________________

 

…χρόνος ωιόν εγέννησεν…

Ορφεύς

 

Ωόν: λέξη λεία όλο φωνήεντα, ασύμμετρα, όπως το σχήμα του, κι όμως τέλεια όπως εκείνο. Αγάλματα φωνήεντα ονόμασε ο Δημόκριτος τα ονόματα των θεών. Άγαλμα φωνήεν του αυγού, το ωόν, το αρχαίο του όνομα. Σχήμα τέλειο μορφή ολοτελής, στατική και μαζί δυναμική, μόλις αγγίζουσα τη γη, έτοιμη ν’ απογειωθεί για το ταξείδι του χρόνου. Μορφή τέλεια γιατί ακόμη ισορροπεί ανάμεσα στη γέννηση και τον χρόνο, ανάμεσα στην αιώνιότητα και τη θνητή νομοτέλεια της γέννησης.

Ωόν: μια στιγμή ή μια αιωνιότητα πρίν από το ον. Ωόν υπόσχεση ζωής, ελπίδα και φόβος του αγνώστου, αρράγιστη βεβαιότητα του θανάτου. Λευκή σιωπή, λευκή φωταύγεια, αυτοφυής αυτόφωτη, παντοτινή ήττα του μαύρου. Από τον κόλπο στη φωλιά, από τη φωλιά στην παλάμη, το αυγό υποβάλλει το σχήμα του λίκνου του, το χάδι.

Το βλέμμα γίνεται χνουδωτό για να να το περπατήσει αθόρυβα, όπως αθόρυβα βαδίζει επάνω του το φως και το ντύνει απαλά με την αίγλη μιας μεταμόρφωσης· όπως αθόρυβα το “χτίζει” το πινέλο, υφαίνοντάς το με στρώσεις επάλληλες, που ανεβαίνουν από το χρώμα ως το λευκό κι απ’ το λευκό ως το φως με αδιόρατους αναπαλμούς τόνου.

Γιατί το αυγό είναι ο οίκος της ζωής, κέλυφος και μαζί κουκούλι.

Το αυγό ένα μνημείο· άπειρα μικρό και άπειρα μεγάλο. Ικανό να χωρέσει ένα έντομο, ένα πουλί, την ωραία Ελένη ή το σύμπαν. Ένα αυγό ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα θαλάσσιο ξύλο, σε μια πλύστρα, σ’ ένα αρχαίο πινάκι του ψωμιού, σ’ ένα παλιό ερμάρι. Η μόνη ικανή κι αναγκαία συνθήκη: να είναι ένα ξύλο κουρασμένο, ταξιδεμένο στη ζωή. Φαγωμένο,με τα σημάδια του χρόνου, ρυτίδες, ρωγμές, ξυσίματα, χαρακιές, πληγές. Εκεί πάνω στο ίδιο το πρόσωπο του χρόνου, χρόνου ανθρώπινου, χρόνου ναυαγού, ακουμπάει το αυγό της γέννεσης, το πρώτο, το, πρωταρχικό, το αρχέτυπο αυγό της δημιουργίας. Φρέσκο αρράγιστο, νεογέννητο κι αγέννητο ακόμη στον χρόνο. Η αρχή και το τέλος του ταξειδιού σε μια συνάντηση γεμάτη λανθάνουσα ένταση· ένα μικρό μονόπρακτο δράμα με δύο πρόσωπα· ή μάλλον ένα κορυφαίο: τον Χρόνο.

Και ο ζωγράφος; ο αθέατος ιεροφάντης, ο μυσταγωγός, μας αποκαλύπτει τα μυστήρια της τέχνης, που όταν φτάνει στις κορφές της ταυτίζεται με τη φιλοσοφία.

Τα ωα του Χρήστου Μποκόρου αισθητοποιούν έναν διαλογισμό πάνω στη ζωή και τον θάνατο.

Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα

23 Νοεμβρίου 1991

 

 

» Kατερίνα Aσημακοπούλου / συνέντευξη, Tαχυδρόμος, τ. 46, 13.11.’91
» Δήμητρα Pουμπούλα / συνέντευξη, Έθνος, 28.11.’91
» Παναγιώτης Tαμπαλής / Κατοικία, τ. 45, ‘91