Όσο προχωρεί η χειμερινή σαιζόν και οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, όλο και περισσότερο μας έρχεται στο νού η θεωρία περί αισθητικής του Kαντ. Κατ’ αυτόν οι περισσότερες αισθητικές κρίσεις αποτελούν απλώς καταγραφές ηδονής ή ικανοποίησης (αυτό είναι ευχάριστο, αυτό είναι θελκτικό) αλλά μερικές αισθητικές κρίσεις αναφέρονται στο γούστο που ορίζεται ως η “ικανότητα να κρίνουμε το ωραίο”. Σ’ αυτές τις τελευταίες βασίζεται και η επιλογή των έργων ή δημιουργημάτων που στο τέλος θα καθιερωθούν καθολικά, θα αξιώσουν την αντικειμενική εγκυρότητα.
Αυτό βέβαια το αίτημα γιά διαπροσωπική εγκυρότητα ελάχιστα από τα δημιουργήματα που εκτίθενται τον τελευταίο καιρό μπορούν να προβάλλουν. Όχι γιατί στην Eλλάδα δεν υπάρχουν καλοί καλλιτέχνες ή όμορφα δημιουργήματα. Αλλά απλώς επειδή έχουμε εθιστεί τόσο πολύ στην απλή καταγραφή της ηδονής, της επιφανειακής ευχαρίστησης, που καθετί πραγματικά όμορφο χάνεται μέσα στο πλήθος των μέτριων, των εύκολων λύσεων.
Όλα αυτά φυσικά δεν τα λέμε με διάθεση γκρίνιας. Aπλώς, όταν τέλειωσε το όμορφο παραμύθι της ελληνικότητας και ζητήθηκε μια οικουμενική στάση απέναντι στα πράγματα, οι ζωγράφοι μας με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν μπόρεσαν να επιδοθούν άνετα στο ελεύθερο παιχνίδι της παγκόσμιας ματιάς. Ίσως να ήταν θέμα στιγμής, ίσως θέμα συγκυριών και αυτό που απομένει πιά σ’ εμάς, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι δύσκολης επιλογής. Η προσπάθεια, η οποία συχνά πυκνά αποτυγχάνει, να αναγνωρίσουμε αυτούς που εκτρέπονται από το “σύνηθες”, που έστω και με δυσκολία δίνουν κάποια δείγματα διαφορετικής γραφής.
Αυτή ακριβώς ήταν η εκτροπή που αναγνωρίσαμε στη δουλειά του Xρήστου Mποκόρου, η οποία θα εκτίθεται από την προσεχή Πέμπτη στην γκαλερί Zουμπουλάκη. Εδώ σίγουρα υπάρχει κάποια ατμόσφαιρα, κάποια αρχέγονη διάθεση παιχνιδιού με το θέμα, με τα ανθρώπινα φετίχ. Το κρεββάτι το καντηλέρι, τα δοχεία καθημερινής χρήσης και διάφορα άλλα αντικείμενα που υπάρχουν γύρω μας, περιβάλλονται από ένα μυστήριο, από μιά ατμόσφαιρα θεατρική, συχνά επαναλαμβάνονται πάνω στο ίδιο τους μοτίβο, ώσπου η μορφή τους να εξαντληθεί εκεί μπροστά στο μάτι του θεατή, να γίνει ανάμνηση του αμφιβληστροειδούς.
Ο Mποκόρος ποντάρει στα ρεαλιστικά ομοιώματα της ζωής μας, με έναν μοναδικό “ρεαλισμό”. Το ρεαλισμό που γίνεται εμπειρική αισθητική ηδονή την ίδια στιγμή που η ομορφιά του αντικειμένου βγαίνει μέσα απ’ την τελετουργία της συγκεκριμένης εικαστικής χειρονομίας. Όπως ακριβώς γράφτηκε, η τελετουργία αυτή δίνει νέα υπόσταση στο αντικείμενο, το τοποθετεί αυτόματα στο χώρο του έργου τέχνης, ενός έργου που μπορεί αν θελήσει αργότερα να διεκδικήσει την καθολική παραδοχή. Ο Mποκόρος είναι γλύπτης και ζωγράφος την ίδια στιγμή, είναι ρεαλιστής και μυστικιστής, ένας εικαστικός στοχαστής που μετατρέπει τη μεταφυσική σε οπτική πραγματικότητα. Πολλοί θα πούν ότι στη δουλειά του αναγνωρίζονται στοιχεία της σύγχρονης Aμερικάνικης ζωγραφικής παρόρμησης, στοιχεία της Arte Povera αλλά και άλλες επιδράσεις. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί η δουλειά αυτή είναι φορτισμένη με τόση συγκίνηση που σίγουρα μπορεί να δώσει μελλοντικά ένα ουσιαστικά διεθνές παρόν.
Παραβολή μιας ιστορίας της ελιάς
Aθήνα, Γκαλερί Zουμπουλάκη / Νοέμβριος 1993