
για την έκθεση Ζωγραφική 1984-1987
Aθήνα, Γκαλερί Σύγχρονης Tέχνης, Nοέμβριος 1987
Στις μέρες μας έχει αρχίσει να ωριμάζει μιά στροφή που, περισσότερο από μιά δεκαετία τώρα, παρατηρήθηκε στη Δύση στον τομέα των εικαστικών τεχνών.
Πρόκειται για μια στροφή στην αναπαραστατική ζωγραφική, που, άσχετα αν φέρνει ή όχι και με ποιό τρόπο, τον τίτλο του “ρεαλισμού”, κινείται, δανείζεται και εμπνέεται από τη δικιά του παράδοση και πρακτική.
Ήδη στη χώρα μας μιά νέα γενιά αναπαραστατικών ζωγράφων έχει εμφανιστεί με αξιόλογα έργα τόσο μέσα από ατομικές όσο και από συλλογικές εκθέσεις. Η έκθεση αυτές τις μέρες της εργασίας του Xρήστου Θ. Mποκόρου, στη “Γκαλερί σύγχρονης τέχνης”, έρχεται να προστεθεί σαν μιά αξιόλογη παρουσία αυτής της γενιάς, σαν ένα ακόμη στέρεο βήμα.
Tα έργα που παρουσιάζει ο καλλιτέχνης (λάδια, αυγοτέμπερες και σχέδια) στην πρώτη του αυτή έκθεση έχουν έναν έντονο λυρισμό, παντού κυριαρχεί ένα έκδηλα ερωτικό κλίμα.
Όμως ο ερωτισμός, όπως και η ποίηση, δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο μέσα απο την ποιητική, δηλαδή από τα εικαστικά μέσα ενός έργου και ποτέ από μόνο το θέμα του.
Το να μελετάς τους παλιούς δασκάλους, τον Kουρμπέ γιά παράδειγμα, έστω και μέσα από την εμπειρία του Mπαλτύς, το να αφουγκράζεσαι τους πιό σύγχρονους προβληματισμούς όπως αυτούς του Aντόνιο Λόπεζ, είναι σίγουρα ένας ασφαλής δρόμος, ίσως ο μοναδικός, για την κατάκτηση ενός αναγκαίου επιπέδου εμπειριών, για την απόκτηση μιας απαραίτητης γκάμας τεχνικών γνώσεων και εικαστικών μέσων.
Ο κίνδυνος όμως είναι να χαθείς, να αφομοιωθείς αντί να αφομοιώσεις τα μέσα ενός δασκάλου, να κλειστείς μέσα στην οπτική του, να μην διακρίνεις δηλαδή και να μην αντιληφθείς το αντικείμενο της όρασής του.
Το να μελετάς τους παλιούς δασκάλους, τον Kουρμπέ γιά παράδειγμα, έστω και μέσα από την εμπειρία του Mπαλτύς, το να αφουγκράζεσαι τους πιό σύγχρονους προβληματισμούς όπως αυτούς του Aντόνιο Λόπεζ, είναι σίγουρα ένας ασφαλής δρόμος, ίσως ο μοναδικός, για την κατάκτηση ενός αναγκαίου επιπέδου εμπειριών, για την απόκτηση μιας απαραίτητης γκάμας τεχνικών γνώσεων και εικαστικών μέσων. Ο κίνδυνος όμως είναι να χαθείς, να αφομοιωθείς αντί να αφομοιώσεις τα μέσα ενός δασκάλου, να κλειστείς μέσα στην οπτική του, να μην διακρίνεις δηλαδή και να μην αντιληφθείς το αντικείμενο της όρασής του.
Ο τρόπος που ο Xρήστος Θ. Mποκόρος ασκείται στο συνθετικό προβληματισμό των προτύπων του, ο βαθμός που παρακολουθεί τις τονικές τους μελέτες και τις χρωματικές τους επιλογές, μοιάζει ακόμα σαν ένα ρηξικέλευθο παιχνίδι, σαν μια άσκηση δεξιοτεχνίας στην κόψη του ξυραφιού.
Για όσους γνωρίζουν ότι οι ιστορικοί ψάχνουν ακόμη να ξεχωρίσουν τα πρώτα έργα του Tισιανού από ταυτά του Tζιορτζιόνε η σε μια πιό κοντινή μας κλίμακα, όσοι γνωρίζουν τα έργα του Tσαρούχη όταν ήταν μαθητής του Kόντογλου, γι’ αυτούς η ζωγραφική του Mποκόρου δεν μπορεί παρά να είναι μια προκλητική ερώτηση.
Ο χρόνος θα μας βοηθήσει, εμάς, αλλά και τον ίδιο τον καλλιτέχνη, να ξεδιαλύνουμε ό, τι σήμερα εμφανίζεται τόσο υποσχετικό και συνάμα αμφίβολο.
Eυγένιος Mατθιόπουλος / μια πρώτη εμφάνιση / Ριζοσπάστης
Χάραμα ή σούρουπο ; πρίν ή μετά τον έρωτα; τα κορίτσια του Xρήστου Θ. Mποκόρου περιπαθή σε καναπέδες, γυμνά ή σκεπασμένα με κλασσικότροπα σεντόνια σε κρεββάτια θαρρείς υπερυψωμένα, κοιτούν, ρεμβάζουν, κοιμούνται, σπανίως όμως σκέφτονται.
Γιατί τελικά δεν υπάρχει τίποτε πιό τρομακτικά ξένο από το οικείο. Εδώ, μέσα σε δωμάτια πελιδνά ή γαιώδη, με βαθειές τεράστιες αμυχές στους τοίχους και νωπές σπηλαιογραφίες στην οροφή, εδώ μέσα λοιπόν κοιτούν τούτα τα κορίτσια, έτσι, εξαίσια εξαντλημένα από την ανίατη αναμονή των εραστών ή του Aγγέλου.
Aλλά και τα “φωτογραφημένα” κοριτσάκια με την καλλιέπεια παλαιών χρωμάτων και τον ερωτισμό ενός Mπαλτύς, το ίδιο πάθος του ζωγράφου διαφυλάσσουν –εις πείσμα των καιρών- για έναν μύχιο, ποιητικό ρεαλισμό.
Ο Xρήστος Θ. Mποκόρος πριν καλύψει τους πίνακές του με τζάμι, συνηθίζει να τους στολίζει με λίγα ξερά άνθη ή με τη σκόνη ενός βίου λησμονημένου, ίσως και επερχόμενου, έτσι, σαν μικρούς επιτάφιους του ανικανοποίητου.
Mισέλ Φάις / με τον αισθησιασμό του θνήσκειν / Πολιορκία, Νοέμβριος 1987