για το 25ο διεθνές φεστιβάλ ζωγραφικής (βραβευμένων)
Cagnes sur Mer (Γαλλία), πύργος Γκριμάλντι / Ιούνιος 1993
Η κλίνη ως μεταφορά του χρόνου

 

Ζωγράφος δη, κλινοποιός, θεός, τρεις ούτοι επιστάται, τρισίν είδεσι κλινών

Το κρεββάτι, η κλίνη, δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στη θεματογραφία του Xρήστου Mποκόρου. Ήδη στην πρώτη του έκθεση ένα γυμνό κορίτσι εξάγνιζε με την αθωότητα του ύπνου τα ίχνη μιάς πάλης πάνω στα λευκά σεντόνια: νύχτα αϋπνίας ή έρωτα; Στη δεύτερη έκθεση η κλίνη, διπλή τώρα, έχει μεταμορφωθεί σε νυφική παστάδα. Ένα νεαρό ζευγάρι, δύο αθλητές του έρωτα έχουν κρατήσει στις πτυχές τους νωπή τη μνήμη μιάς τρικυμίας. Πεταμένα ολόγυρα ρούχα και εσώρουχα συμπληρώνουν το σκηνικό.

Το ενδιαφέρον σε αυτή τη μεγάλη σύνθεση είναι η οπτική γωνία. Ο ζωγράφος βλέπει το θέμα του από ψηλά, εξ απόπτου, όπως θα μπορούσε να δει κάποιος το θέαμα μιάς κρεββατοκάμαρας σ’ έναν καθρέφτη προσαρμοσμένον στην οροφή. Μ’ αυτή την προοπτική, μ’ αυτή την ανάκλιση του επιπέδου, η κλίνη ανυψώνεται, μνημειώνεται, και ο θεατής καλείται να γίνει ο ιερόσυλος αυτόπτης μιας ιδιωτικής τελετουργίας. Τελετουργίας του έρωτα ή του θανάτου; Δεν είναι μονάχα ο ύπνος που παραπέμπει στον σκοτεινό αυτάδελφο. Είναι κυρίως οι πολιτισμικοί συνειρμοί αυτής της, φαινομενικά μόνον αθώας, ανατροπής στις οπτικές μας συνήθειες.

ας ξεκινήσουμε από το ίδιο το γλωσσικό παράδοξο: ανάκλιση της κλίνης. Ακολουθεί η νοηματική εκτροπή. Ένα κρεββάτι ανατρεπόμενο, ανυψωμένο, όρθιο ι όχι οριζόντιο, πάντα όμως ενοικημένο από ένα ζευγάρι που κοιμάται. Ο επόμενος κρίκος του συνειρμού, οδηγεί στους “κεκοιμημένους τους gigants, των μεσαιωνικών καθεδρικών. Λαξευμένοι στην πέτρα ή το μάρμαρο, κοιμούνται ακουμπισμένοι πάνω στον τάφο τους, που βρίσκεται κάτω από το πλακόστρωτο δάπεδο. Ο πιστός τους περιθεάται από πάνω.

Συχνά όμως τα επιτύμβια αυτά μνημεία ανυψώνονται και προσαρμόζονται στους τοίχους των εκκλησιών. τους αντικρίζουμε τότε κατ’ ενώπιον όπως τους κοιμισμένους εραστές του Mποκόρου και θαρρώ με σύμμετρη ανατριχίλα. Η αβρή ακρίβεια του σχεδίου επιτείνει την αμφισημία στα έργα του νέου ζωγράφου.

Η φετιχιστική λατρεία της κλίνης προεκτείνεται σ’ αυτήν την πρώτη περίοδο με μερικά μικρά ρεαλιστικά ομοιώματα, με την ερωτική νυφική παστάδα –ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι- έρημη χωρίς το ζευγάρι αλλά με φανερά τα λείψανα από το πέρασμά του.

Στην πρόσφατη και ωριμότερη φάση της δημιουργίας του ο Mποκόρος προσεγγίζει την ίδια την ιδέα, την οντολογική υπόσταση της κλίνης. Η κλίνη, ως μεταφορά της γέννησης και του θανάτου, είναι το κυρλιαρχο θέμα στο σύνολο που παρουσιάζει εδώ ο καλλιτέχνης. Η κλίνη είναι τώρα μονή. Ο έρωτας , ως μετάβαση απ’ τη ζωή στο θάνατο και υπέρβασή του, αποκλείεται. Το μυστήριο της γέννησης και του θανάτου είναι μυστήριο ατομικό, βίωμα μοναχικό, υπαρξιακό. Όλα αρχίζουν πάνω σε ένα κρεββάτι και καταλήγουν σε ένα κρεββάτι. Το κρεββάτι είναι η σκηνή της τραγωδίας, το θέατρο της ζωής, το σύμβολο του χρόνου. Σε μια προγενέστερη φάση της αναζήτησής του ο ζωγράφος αισθητοποίησε την ιδέα του χρόνου με το αρχέτυπο αυγό. Ήταν ο χρόνος πριν απ’ τη γέννηση, πριν απ’ τη ρωγμή που θέτει τον βίο μας στην τελεολογία της χρονικότητας, στην τροχιά του θανάτου. Στα πρόσφατα έργα σύμβολο του χρόνου γίνεται ένα γυμνό γεωμετρικό σχήμα, ένα ορθογώνιο. Μια μονή κλίνη ανακεκλιμένη, όρθια, σκεπασμένη μ’ ένα λευκό σεντόνι, σχεδόν απτύχωτο, μ’ ένα μαξιλάρι, σήμα παρουσίας ή απουσίας, ζωής ή θανάτου.

Το πρώτο ορθογώνιο της σειράς, η πρώτη κλίνη, είναι ζωγραφισμένη με την παλιά κατακτημένη τεχνική του ζωγράφου: την αβρή, τη σχεδόν αχειροποίητη, ψευδαισθησιακή και ταυτόχρονα τόσο αφαιρετική, τόσο σύγχρονη “γραφή” που αναγνωρίζεται ως προσωπικό ιδίωμα του Mποκόρου. Ωστόσο αυτή η ταύτιση του ζωγράφου με την ανανεωμένη “παραδοσιακή” γραφή είναι θαρρώ παραπλανητική.

Ο Mποκόρος είναι απλά τελειομανής, δεν είναι η τεχνική που τον φέρνει σε ομολογία με τους παλιούς ομοτέχνους του, τους ζωγράφους της παράδοσης, αλλά η ευθύνη της καλής τεχνουργίας. Όπως και να δουλεύει, με πινέλλο, ξύλα, κεριά, γύψο ή χώμα. Γιατί το έργο –πιστεύει- οφείλει να σαρκώνεται με λόγο και μορφή, με εντελέχεια και “σωματική” αρτιμέλεια, όπως ένας ζωντανός οργανισμός, για να θυμηθούμε τον Aριστοτέλη.

Στη δεύτερη κλίνη, ταυτόσημη σε μέγεθος, η άσπιλη λευκή σινδόνη –σπάργανο ή σάβανο;- έχει γεράσει, κουραστεί, λερωθεί, έχει σαπίσει αποσυντεθεί. Θυμίζει τα• απομεινάρια από λινά σπάργανα αιγυπτιακής μούμιας, το γυμνό νεκροκρέββατο μετά την ανακομιδή. Στην τρίτη κλίνη ο κύκλος κλίνει: “χους ει και εις χουν απελεύσει”. Το σεντόνι έγινε χώμα, ξαναγύρισε στη γη, το κρεββάτι έγινε τάφος. Η τέταρτη κλίνη που επαναλαμβάνει το μέγεθος της σειραϊκής δομής- δεν είναι τίποτε άλλο από έναν παλιό διαβτωμένο καθρέφτη που σου επιστρέφει το είδωλό σου. Ο αθέατος ταξειδιώτης αποκτά έτσι μια ανέκλητη ταυτότητα, τη δική σου. Το αρχέτυπο ξαναγίνεται ατομικό. Ο κύκλος ολοκληρώνεται. Δεν υπάρχει λοιπόν καμμιά ελπίδα, καμμία διαφυγή, καμμιά ρωγμή σ’αυτήν την τελεολογία του θανάτου; η πέμπτη κλίνη δίνει την απάντηση: ένα ορθογώνιο κομμάτι ανθισμένης γης, κομμένο ατόφιο απ’ τον αγρό, ξανανοίγει τον τελετουργικό κύκλο της Περσεφόνης. Η άνοιξη είναι μια γέννηση, η απαρχή της χρονικότητας, το γελαστό προσωπείο του θανάτου, η προσωρινή λήθη και κάθαρση.

Το εννοιακό σύνολο της κλίνης συνοδεύεται από τα “σεντόνια”, ένα έργο που εικονογραφεί μετωνυμικά το ίδιο το θέμα διευρύνοντάς το με άλλες νοηματικές προεκτάσεις.

Δύο παλιά ντουλάπια χωρισμένα σε ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενα ράφια. Κάθε ράφι φιλοξενεί ένα προσεκτικά διπλωμένο λινό σεντόνι, απολιθωμένο, γύψινο. Η αληθοφάνεια αναιρείται από την ακαμψία που αποκλείει τη χρήση. Η ανάγνωση του έργου μέσα στο υπόλοιπο “κείμενο” της έκθεσης είναι διάφανη. Τα ντουλάπια με τη σειραϊκή, συσσωρευτική και ελάχιστη δομή παραπέμπουν κι αυτά σε πλήθος απρόσωπο και χώρο μαζικό, στο θέατρο που ξετυλίγεται αέναα το αιώνιο δράμα του ανθρώπινου χρόνου.

Mαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα

Καθηγήτρια Iστορίας της Tέχνης / Διευθύντρια της Eθνικής Πινακοθήκης