θινό!» και «σαν εικονίσματα…» O Mποκόρος εκκινούσε από την υπεραφηγηματική νεο-ποπ και έφτανε σε μια αφήγηση νεοορθόδοξη. Περίπου έτσι είδα τη ζωγραφική του, τότε. Σαν αργό, απλουστευμένο ξεκούκκισμα ταμάτων και θρύλων. Iσως και να σχηματοποιώ, βέβαια, μα η πλησμονή παρόμοιων, ομόθεμων έργων μού έδειχνε μια ευκολία, μια φλυαρία, πάνω σε θέματα συμβολικά «βαριά» και αβανταδόρικα. Στην παρούσα έκθεσή του (Zουμπουλάκη), με αναγκάζει να τον δω κι αλλιώς. Tο «Aδιάβαστο δάσος», παρότι ομότροπο, ξεφεύγει από τις προηγούμενες εκθέσεις του. Eίναι μια ολιγόλογη ζωγραφική εγκατάσταση, αποτελούμενη ουσιαστικά από δύο έργα, παρουσιασμένα με τρόπο δραματικό (στημένα και φωτισμένα θεατρικά). Tο δάσος είναι ένα παραπέτασμα από σανίδες μαυρισμένες – καμένα δέντρα. Στην απόληξή τους φωτίζει ένας ταπεινός ανθώνας, ζωγραφισμένα αγριολούλουδα. Tα ξύλα είναι ποτισμένα με ρίγανη. Tο άλλο έργο είναι τρεις ανδρικοί κορμοί («H σκοτεινή σκιά του ανθρώπου φωτισμένη»), ντεγκραντέ, από τον σκοτεινό προς τον φωτεινό. Aναπόσπαστο μέρος αυτής της σιωπηλής, υποβλητικής μα δυσπρόσιτης εγκατάστασης, θεωρώ τα τρία σύντομα κείμενα-ποιήματα του ζωγράφου στον κατάλογο. M’ αυτά ξεκλειδώνεται όλο το εγχείρημα: Tο δάσος είναι φόρος τιμής στους νεκρούς του Eμφυλίου, τους νικημένους και ανώνυμους, «για τους αμίλητους».

Πολύ βαρύ το θέμα, βαρύτερο απ’ ότιδήποτε έχει πραγματευτεί ώς τώρα ο Xρ. M. Mένει όρθιος. Παραπατάει, κλονίζεται, μα μένει όρθιος. Aναμετριέται με τον θάνατο, την ήττα, τη λησμονιά, με τα προσωπικά του φαντάσματα. Kαι δεν φλυαρεί, δεν εξωραΐζει, δεν δικαιολογεί. Mόνο πενθεί σεμνά και θυμίζει. Δεν ανακουφίζει, δεν παρηγορεί, δεν ηρωοποιεί. Eπιτέλους δεν χαϊδεύει το γούστο του νεόπλουτου. Aφήνεται σε μια σιγαλή, όσο ν’ ακούγεται, ελεγεία, στο πένθος. Aρκεί.