Πέρασμα στο φως / μια αναδρομή ως το μέλλον.

Τριάντα κάτι χρόνια πριν, την εποχή που παιδευόμουν ακόμη στη μαθητεία του πραγματικού, να μάθω να ζωγραφίζω αυτό του έβλεπα, το ορατό, άρχισαν να μου γνέφουν πειρασμοί του αόρατου. Είχα τελειώσει με τη σχολή καλών τεχνών κι έπρεπε πια ν’ αποφασίσω μόνος τι θα κάνω. Ζωγράφιζα. Διαχειριζόμουν δηλαδή το σκοτάδι για ν’ αποδώσω φως. Τί άλλο είναι άλλωστε η ζωγραφική; Σχέδιο και χρώματα, σκιά και φως. Αλλά ποιο φως; Τί είναι το φως; Τόνοι μονάχα κι αποχρώσεις; Αρκεί αυτό; Είναι άραγε το φως ένα τέχνασμα μόνο για ν’ αποδοθεί η εικόνα του κόσμου; Μια χρωματική ποιότητα, μια τονική βαθμίδα, μια πλαστική αξία; Ένα επίτευγμα; Ή μήπως ζητούμενο είναι το ίδιο το φως; Μια ανάγκη υπέρτερη, φωτοτροπισμός, μια οδός, ένας προσανατολισμός.

“Το φως να βλέπεις, ακούς; Μη χάνεις απ’ τα μάτια σου το φως”. Αυτή η επαναλαμβανόμενη πατρική παραίνεση μου έμεινε παρακαταθήκη οριστική. Έκτοτε γονατισμένος στο σκοτάδι γυρεύω φως. “Δεν είναι στόχος”, μου ‘λεγε, “το φως. Αν κοιτάξεις κατάματα τον ήλιο θα τυφλωθείς, αν πας ν’ αγγίξεις τη φωτιά θα λιώσεις, σαν τον Ίκαρο θα πέσεις, θα καείς. Άχρηστη η τέχνη σου και μάταιη η μαστοριά σου αν δεν μπορείς να φυλαχτείς. Ανάγκη δεν είναι να το φτάσεις αλλά να φωτιστείς, να δεις τι γίνεται τριγύρω σου, να συμμαζέψεις τ’ ασυμμάζευτα, να συμμαζευτείς κι εσύ, να γίνεις φως, διάφανος, φωτισμένος να σωθείς”.

Αλλά πως να καταλάβεις τη φωτιά αν δεν την αγγίξεις να καείς; Πως να νιώσεις το φως του ήλιου αν δεν τον κοιτάξεις κατάματα να τυφλωθείς; Δίβουλες σκέψεις αλλά ενέδωσα -και πως να κάνω αλλιώς;- στους πειρασμούς του αόρατου.

Στην Παραβολή της ελιάς (1993), θέλησα να παραστήσω το ύστατο προϊόν της, την άυλη υπόσταση, τη φυλλόσχημη φλόγα που αποδίδει το λάδι της στα λαδοκάντηλα.

Στην Προσφορά (1997), μια άλλη υλική πνευματικότητα ν’ αποδοθεί, σάρκα και αίμα εν ετέρα μορφή, άρτος και λάδι και κρασί, “το πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει”.

Στο Αδιάβαστο δάσος (2004), είπα να κάνω τη σκοτεινή σκιά του ανθρώπου φωτισμένη και πάω να πιάσω τη φωτιά και πιάνω κάρβουνο καυτό και μαύρο και πονάει. Εκεί, μεσ’ απ’ το δάσος, είδα πρώτη φορά το πέρασμα στο φως.

Στα Στοιχειώδη (2013), μια φωτεινή χαρακιά, πόρτα μισάνοιχτη κι η άλλη κάθαρση, σαπούνι και νερό να ευπρεπιστούμε, προσόψιο ολόλευκο, ν’ αποδώσουμε πρόσωπο καθαρό στον αμείλικτο καθρέφτη που μας κοιτάει απέναντι.

Ύστερα ένα σωρό μελισσοκέρια, λεπτούτσικα αγιοκέρια, φλόγες ανέσπερες, μερόνυχτα πολύχρωμα σκοτάδια φωτισμένα, ζωγραφισμένα κι αζωγράφιστα μαζί, ύλη αγγιγμένη κι η φθορά της ζωντανή.

Κι ήρθε ο καιρός -ευτυχής συγκυρία- να εκκλησιαστούν τώρα στην Ενετική Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο της Κρήτης. Παλίμψηστοι πολιτισμοί, μπλεγμένοι, αναστημένοι, αλλιώτικοι στον άδειο χώρο μα όλο κάτι μένει απ’ το αλλόκοτο άλλο που ακόμα προσκυνούμε εντός του αμήχανοι και διψασμένοι. Μετέωροι. Άστατη η θέση μας αιωρείται, αίολη ανέκαθεν, του ανέμου και της νημεμίας παραδομένη· ένα αεράκι είν’ η ζωή, η αλήθεια, η μέρα, η νύχτα, η αιωνιότητα… η οδός μας προς το φως.