«Οι πίνακες του Χρ. Μποκόρου είναι “φιλικότατοι προς τον χρήστη”, όπως τα πολυμορφικά αυτοκίνητα ή τα προγράμματα του υπολογιστή. Τα εύγλωττα σύμβολα ενεργοποιούνται μ’ ένα απλό “κλικ” του βλέμματος και η πολύπλοκη συγκρότηση της μηχανής τους κρύβεται στα μετόπισθεν. Το διγενές έργο του εκφράζει μια γενιά καλλιτεχνών, που καλείται να συνθέσει το δικό της ακριτικό έπος για λογαριασμό της ευρωπαϊκής τέχνης…»

Οι απλοί φιλότεχνοι μαγεύονται και θέλουν ν’ αγγίξουν τα αναμμένα κεράκια, τα ψωμιά-λειτουργιές ή τις πετσέτες, που είναι ζωγραφισμένα με αληθοφάνεια πάνω σε παλιά μαδέρια και σκουριασμένα σίδερα. Οι προλογίζοντες τεχνοκριτικοί (Μ. Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. Χριστοφόγλου, Α. Σχινά κ.ά.) μιλούν ενθουσιασμένοι για το πώς μετεμφυτεύεται η παράδοση και πώς ο πίνακας μιμείται την πραγματικότητα και τις εικόνες της, συμβάλλοντας στις ρεαλιστικές ή ιδεοκρατικές θεωρίες της αναπαράστασης. Οι συλλέκτες στέκουν σε ουρά αναμονής για να αποκτήσουν ένα έργο του. Και πολλοί ζωγράφοι (Σ. Σόρογκας, Μ. Σπηλιόπουλος, Γ. Τσαρούχης, Κ. Τσόκλης, Π. Χαραλάμπους, Γ. Ψυχοπαίδης κ.ά.) θα μπορούσαν να δουν θέματα (σκουριές, χριστιανικά σύμβολα, ποτήρια-καντήλια, σπίρτα-αυγά, αγροτικά προϊόντα-χάρτες κ.ά.) ή προβληματισμούς (παράδοση-εκσυγχρονισμός, εικαστική οφθαλμαπάτη κ.ά.) που αυτοί πρωτοπαρουσίασαν, σε μια νέα επεξεργασία που τα μεταλλάσσει σε δέσμη νέων νοημάτων.

Με την πρόσφατη αναδρομική έκθεσή του στο Αγρίνιο και την τρέχουσα στο Ίδρυμα Κυδωνιέως της Άνδρου ο Χρήστος Μποκόρος (γεν. 1956) διεκδικεί πλέον επίσημα τον τίτλο, που συζητιέται εδώ και χρόνια στο εικαστικό κύκλωμα: ότι είναι ίσως ο ζωγράφος που εκφράζει πιο επιγραμματικά και επιτελικά τη γενιά που ανδρώθηκε μετά το 1981, σε μια Ελλάδα που επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα και το διεθνές στίγμα της. Ανταποκρίνεται στα κριτήρια των ανεξάρτητων τεχνοκριτικών, των πανεπιστημιακών, των μουσειακών υπευθύνων και των επιτρόπων διεθνών εκθέσεων, ενώ ταυτόχρονα είναι δημοφιλής και εμπορικός όσο ο Σπ. Βασιλείου ή ο Αλ. Φασιανός. Η συνταγή αυτή είναι ίσως εύκολο να γράφεται εδώ, αλλά κατόρθωμα δύσκολο να εκτελεστεί αξιόπιστα και δημιουργικά. Στο βάθος, στο DNA της, έχει το εκρηκτικό χαρμάνι όλων των ζητημάτων που απασχολούν τους πιο ειδικούς μελετητές για τη διαμάχη πίστης και ορθολογισμού, για το πώς ο πολιτισμός μας συνομιλεί με τον διεθνή χώρο.

Έντονα εικονολατρικός, επικοινωνιακός και σχεδόν ιερατικός, ο ζωγράφος συντάσσει στην επιδερμίδα των έργων τα ευανάγνωστα σύμβολα που αποτελούν τη διαχρονική ποπ αρτ της ελληνοχριστιανικής κοινωνίας, μαγνητίζοντας το βλέμμα του φιλότεχνου κοινού. Σαν τους προ-ραφαηλίτες του 19ου αιώνα, νοσταλγεί τη μεσαιωνική εποχή. Προεκτείνει στο σημερινό εικαστικό σύστημα τις νεοπλατωνικές-χριστιανικές ιδέες για το πώς φτιάχνεται ένα εικόνισμα από τα σύμβολα και τις συμβάσεις της κοινότητας.

Όταν το ζωγραφισμένο μάτι ξεπηδά από έναν ρόζο του ξύλου και τα κόκαλα ενός ψαριού από τα «νερά» του, είναι εικονοκλαστικός, υπονομεύοντας την ηθική της μίμησης, με ρασιοναλιστική, σχεδόν μπρεχτική, αποστασιοποίηση. Ο νοητός τεμαχισμός κάθε έργου στα επιμέρους συστατικά αποκαλύπτει έναν ζωγράφο-μάνατζερ, προβλεπτικό για κάθε κριτικό έλεγχο, ακόμη και των μοντερνιστών.

«Το αστικοποιημένο αγροτικό-μικροαστικό κοινό των τελευταίων δεκαετιών βρίσκει στο έργο του παράδοση και εκσυγχρονισμό, τη σύγχρονη ταυτότητά του», θα πει κανείς, μα η κριτική λειτουργεί ως επιβράβευση, αφού η σημερινή τέχνη αποδείχθηκε διεργασία συλλογική και αμφίδρομη, ιδίως για μια κοινωνία κινούμενη στο δικό της εξελικτικό πλαίσιο.

«Μεταμοντέρνα πολυσυλλεκτικότητα και χρηστικότητα, υφασμένη σ’ ένα ιδιωτικό εννοιολογικό παιχνίδι» ίσως αντιπροτείνει κάποιος άλλος, αλλά έτσι επικυρώνει τον ζωγράφο με τους τρέχοντες προβληματισμούς της παγκόσμιας τέχνης.

Σαν τα πολύ σύγχρονα τεχνολογικά προϊόντα, τα έργα του Μποκόρου είναι φιλικότατα προς τον τελικό χρήστη. Λειτουργούν μ’ ένα αστραπιαίο «κλικ», όπως τα ταμπλό με τα όργανα των αυτοκινήτων ή τα προγράμματα στην οθόνη του υπολογιστή. Η πολύπλοκη συγκρότηση κρύβεται στα μετόπισθεν. Κάτι ανάλογο με τη σχέση πρώτης εντύπωσης και λόγιου βάθους στη βυζαντινή τέχνη.

Ο Μποκόρος είναι ένας προικισμένος ζωγράφος και διανοητής. Το δι-γενές έργο του εκφράζει επιτελικά μια γενιά, που καλείται να συνθέσει το δικό της ακριτικό έπος για λογαριασμό της ευρωπαϊκής τέχνης.

 

για την έκθεση Τοπία της ενδοχώρας
Άνδρος, Ίδρυμα Kυδωνιέως / καλοκαίρι 2000