Mε τις ατομικές εκθέσεις τους ο A. Λεβίδης και ο Xρ. Mποκόρος προβληματίζονται σε υψηλές κλίμακες για τον τόπο και τη μοίρα του. Δεν έχουμε πολλούς ζωγράφους με τις ικανότητες, την ευρύτερη παιδεία και τους προβληματισμούς τού Αλέκου Λεβίδη και του Χρήστου Μποκόρου. Σ’ αυτές τις ιδιότητες που σήμερα είναι σπάνιο να συμπίπτουν στο ίδιο άτομο, ας προστεθεί και το ήθος, αφού πράγματι η «φιλοσοφία τού πράττειν» χαρακτηρίζει επίσης καθέναν τους χωριστά σε υψηλό βαθμό. Στα τελευταία είκοσι χρόνια είναι δύσκολο να βρει κανείς πολλούς άλλους εικαστικούς καλλιτέχνες οι οποίοι, εκτός από την ατομική τους έκφραση, να ασχολούνται εξίσου και με την ιστορική φυσιογνωμία του τόπου μας και με το πόσο αυτή αφορά στην εικαστική αναπαράσταση. Πρόκειται για δύο έμπρακτους υπερασπιστές τής ζωγραφικής σε δύο διαστάσεις, σε μια εποχή που η διαμάχη της με την τέχνη των τρισδιάστατων εικαστικών κατασκευών έγινε στοιχείο ταξινομήσεων και αξιολογήσεων.
Από νεώτερη γενιά ο Μποκόρος (1958) δείχνει περισσότερο την αγωνία του να εκφράσει και μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στην αναπαράσταση και την παράθεση αυτούσιων αντικειμένων, τον ιδεαλισμό και τον υλισμό θα λέγαμε με όρους μιας παλιάς εποχής. Στην τωρινή του «εγκατάσταση» (installation) παλιά σανίδια από διαλυμένη γέφυρα στοιχίζονται όρθια σ’ έναν τοίχο, μαύρα κατά το ήμισυ, με ζωγραφισμένα λουλούδια του αγρού στη βάση τους. Σε άλλα έργα, μόλις διακρινόμενα ζωγραφισμένα σώματα ξεπροβάλλουν από τα ίχνη φθοράς πάνω στον φθαρμένο μουσαμά, αυτούσιο άχρηστο υλικό από παλιό καπνεργοστάσιο. Όπως και στα παλιότερα έργα του, ο ζωγράφος διαμορφώνει την τελική εικόνα του, αξιοποιώντας τα ίχνη (υφή, «νερά», νεύρα, φθορές κ.λπ.) του υποστρώματος – μια εκφραστική τεχνική με σημαντική προϊστορία στη ζωγραφική μας (Σ. Λογοθέτης, Σ. Σόρογκας, P. Παπασπύρου – με τις δικές του πινελιές, στέλνοντας στον θεατή μηνύματα για κοινή μοίρα ζωντανών και «κεκοιμημένων», ιδεολογικό στοιχείο πολύ συμβατό με τη χριστιανική πίστη. Στην προκειμένη έκθεση μιλά και για εμφυλιοπολεμικές μνήμες, τις οποίες ωστόσο δεν είδαμε να έχουν κάποιο εμφανή ρόλο στην καλοστημένη, αλλά και κάπως σκηνογραφική και ιδεολογικά ανεξήγητη έκθεση.
Ο προβληματισμός του Χρόνου
Με λυσιτελή αποδοχή της φθοράς και αναγέννησης των μορφών, ο Μποκόρος αποζητά την ιερότητα, τον άχρονο αιώνα, αλλά ριψοκινδυνεύει ανάμεσα στο υπό αναζήτησιν αισθητικό και στο δεδομένα ωραίο. Στους καταλόγους των εκθέσεων πάντως – από τους ομορφότερους που έχουμε δει -, οι δύο ζωγράφοι καταθέτουν παράλληλες σκέψεις ή εικόνες που επεξηγούν αναλυτικότερα τις προθέσεις τους.
H τελική αίσθηση είναι ότι στις συμπληγάδες πέτρες ανάμεσα στην εικονολατρία και στην εικονομαχία, οι δύο εκθέσεις δεν καταφέρνουν να δώσουν την ατομική διάσταση, όσο τη διαμεσολαβημένη, την αφηγηματική. Σημάδι ίσως μιας εποχής με αίσθηση ραγδαίας μεταβατικότητας.