«Εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων» ο Χρήστος Μποκόρος κάνει μια ώριμη ζωγραφική, συμμαζεύοντας τις ανησυχίες της γενιάς του και της εποχής σε διαχρονικά σύμβολα.
Δεν υπάρχει πιο συκοφαντημένη έννοια από το στερεότυπο. Ξιπασμένοι οι άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων από τα εκφραστικά τους εργαλεία και φοβισμένοι από την τυποποίηση των τεχνικών εφευρέσεων, από τον 19ο αιώνα κι εδώ, επιδόθηκαν στην παραξενιά και στην ιδιοτροπία, στον μοντερνισμό, για να δώσουν δήθεν ιδιαίτερη μορφή στον ιδιαίτερο, δήθεν, ψυχισμό τους. Μελετώντας τους, ξεχνάμε κι εμείς καμιά φορά ότι πίσω από την τηλεοπτική σαπουνόπερα κρύβονται οι στερεότυπες αφηγηματικές τεχνικές των λαϊκών παραμυθάδων και των ραψωδών, ότι πίσω από τον Τζέιμς Μποντ υπάρχει ο Άη Γιώργης, πίσω από την καλημέρα του γείτονα η βεβαιότητα πως η κοινωνία μας είναι αξιόπιστη. Το στερεότυπο διασώζει τη μνήμη και την πολλαπλασιάζει, όπως ένα καλούπι (ο πλατωνικός «Τύπος») αυγατίζει ένα αρχέτυπο.
Στα ανήσυχα χρόνια του 1980, οι νεώτεροι εικαστικοί καλλιτέχνες μας άργησαν πολύ να ξαναβρούν αυτήν την αιώνια συνταγή και να την φέρουν στα μέτρα τους. Παρασυρμένοι από τους ανακαινιστές της παρισινής σχολής, έψαχναν υπέρ το δέον και ματαίως την καινοτομία. Όταν τα πράγματα καταστάλαξαν, αμέσως ξεχώρισαν αυτοί που ξαναβρήκαν τα παλιά σύμβολα και τους ξανάδωσαν πνοή. Ο Αγγ. Παπαδημητρίου ξαναφρεσκάρισε το μελό και το kitsch, ο Μ. Σπηλιόπουλος τα θρησκευτικά σημεία, τις φωτογραφίες των προγόνων και την εθνική σημαία, ο Π. Χαραλάμπους την αγροτοκαλλιέργεια και την αλιεία. Τότε, ο Χρήστος Μποκόρος, δεν χρησιμοποιούσε αυτούσια τρισδιάστατα αντικείμενα όπως οι άλλοι, αλλά ζωγράφιζε στερεότυπα γυμνά ζευγάρια σε κρεβάτια, παραλλαγές του θέματος «Αδάμ και Εύα», με πινέλα και μπογιές, όπως οι παλιοί. Κι ενώ ο καιρός ξανάφερνε στην επικαιρότητα τη στερεότυπη εικονογραφική ζωγραφική, με δεξιοτεχνία και «καλό χέρι», οι νέοι καλλιτέχνες αυτής της τάσης (Γ. Ρόρρης, Εδ. Σακαγιάν, Στ. Δασκαλάκης, οι επιφανέστεροι) δεν άρπαζαν την ευκαιρία να γίνουν οι προπομποί της εποχής.
Από αυτήν την εικαστική διαμάχη, τροπαιοφόρος φαίνεται τώρα ν’ αναδεικνύεται ο Μποκόρος. Συνδυάζει τη δεξιοτεχνική ζωγραφική (από την οποία δεν λείπουν οι εμπειρίες της τρισδιάστατης περιπέτειάς της) με ιδεολογικές ανησυχίες οι οποίες διατυπώνουν τα χρόνια μας. Τα έργα της νέας έκθεσής του στη «Ζουμπουλάκη» το επιβεβαιώνουν. Ο θεατής αντικρύζει καρβέλια, πρόσφορα λειτουργίας, ή φλόγες κεριών, όλα ζωγραφισμένα φωτορεαλιστικά πάνω σε παλιά σανίδια. Η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική, κάθε πίνακας έχει μιαν ιερότητα που θυμίζει άλλους καιρούς την εκκλησιαστική ζωγραφική, τον Τσαρούχη, τον Βασιλείου, την Αναγέννηση.
Την ίδια στιγμή, βλέποντας από κοντά τους πίνακες, διαπιστώνουμε πως οι ζωγραφιές είναι κολλημένες πάνω στο ξύλο, κι έτσι η σύνθεση είναι μια συναρμολόγηση αντικειμένων, όπως απαιτούσε ο μοντερνισμός προ δεκαετίας, αλλά και όπως μας εθίζουν τα κομπιούτερ – γκράφικς τώρα. Ο Μποκόρος ζει την εποχή του, αλλά ξεπερνά τις εικαστικές εσωτερικές διαμάχες, με τρόπο συγκριτικό, όπως κάθε τέχνη που σέβεται τον προορισμό της, δηλαδή το κοινό και τις βαθύτερες ρίζες του. «Εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων», όπως και η Ελλάδα στις μέρες μας.
Τα σύμβολα είναι ομιλητικά, οικεία, ευρύτατης αποδοχής, η τεχνική συναρπαστική, η επικαιρότητα γοητευτική. «Είμαστε ένα ζυμάρι από ζωντανούς και νεκρούς, όσο υπάρχουμε και τους θυμόμαστε υπάρχουν κι αυτοί» είπε στα «ΝΕΑ» (Π. Κατημερτζή), δίνοντας με δύο λόγια όσα απεικονίζουν τα ζωγραφισμένα πρόσφορα των πινάκων του. Η μνήμη και το στερεότυπο ως μηχανή αιωνιότητας.
για την έκθεση Προσφορά
Aθήνα, Γκαλερί Zουμπουλάκη / Nοέμβριος 1997