Ανήμερα της μεταπολίτευσης, 24 Ιουλίου 1974, ο καθηγητής στο «ακαδημαικό» φροντιστήριο μας σχόλασε, απρόοπτα νωρίς, για να γιορτάσουμε την ελευθερία της ημέρας. Απόγευμα στο σπίτι ο πατέρας μου, αμέτοχος στη σχόλη, με αγγάρεψε να πάμε στο χωράφι για πότισμα. Καλοκαίρι καυτό στο Αγρίνιο. Εκεί τον ρώτησα γιατί δεν συμμετέχει, δεν δείχνει να χαίρεται κι αυτός που έπεσε η χούντα, που έχουμε πάλι δημοκρατία. Γι αυτό δεν αγωνιζόμασταν, αυτό δεν προσδοκούσαμε τόσο καιρό; Εκείνος, παλιός αξιωματικός του ΕΛΑΣ, χρόνια εξόριστος, κι ενεργός πολίτης μετά, εγώ έφηβος δακτυλοδεικτούμενος σαν γυιός του αριστερού, και νεοφώτιστος «αντιστασιακός» τα δυο τελευταία χρόνια της δικτατορίας, θα λάβαινα αδόκητα το πρώτο μου μάθημα της τρέχουσας δημοκρατίας.

Nα ‘χεις το νού σου παιδί μου !  Τώρα θα διακρίνεις πιο δύσκολα  το καλό απ’ το κακό, φίλους κι εχθρούς. Πρόσεχε !

Είχε σταματήσει λίγο για να μου απαντήσει και ύστερα συνέχισε σκυμμένος ν’ απλώνει σωλήνες και λάστιχα στις αυλακιές. Η πετρελαιομηχανή της αντλίας ακούγονταν σαν βάρκα στην καπνοθάλασσα του κάμπου κι ανέβαζε ποτάμι το νερό απ’ το βαθύ πηγάδι. Δεν κατάλαβα τότε. Οι στόχοι έμοιαζαν ευδιάκριτοι. Βιαζόμουνα να συνεχίσω τους αγώνες στα Πανεπιστήμια. Δεύτερο, τρίτο έτος στη Νομική, άρχισα να υποψιάζομαι του λόγου του το αψευδές και ακόμα πικραίνομαι απ’ την αλήθεια του.