Αθέατος, κάτω από την αχθοφόρα πόλη, συλλέγει ακόμη νερά του Λυκαβητού,
ο Ηριδανός, το αρχαίο ρέμμα.
Στο Μοναστηράκι, στο σταθμό του ηλεκτρικού, αν ποτέ ησυχάζει το πλήθος των περαστικών,
ακούς, καθαρτικό κελάρισμα μιας βρύσης, τα νερά του.
Και αν κατέβεις στον Κεραμεικό, τον βλέπεις, ανάμεσα στα αρχαία μνήματα,
μνήμη κι ο ίδιος του εαυτού του, ο ελάχιστος, να ανασαίνει ελεύθερος τον ήλιο στο αυλάκι με τις καλαμιές,
πριν εγκαταλείψει την Ιερά Οδό και το Δημόσιο Σήμα, απολοφυράμενος α προσήκει,
για να χαθεί ξανά κάτω από την Πειραιώς, στο Γκάζι.
Βουβός κι ο θόρυβος πολύς· δεν τον ακούς.
Γύρω η κίνηση όλο και πιό πολλών ανθρώπων κι οχημάτων, έρχονται και φεύγουν.
Αυτός, εκεί.

Αθήνα, Δεκέμβρης 2009