Mισέλ Φάϊς / η βιβλιοθήκη του Xρήστου Mποκόρου

1 Στη δουλειά σου υπάρχει μιά διάσταση ντοκουμέντου. Π.χ. τα ξύλα που βρίσκεις στο δρόμο ή στις παραλίες και κατόπιν τα επεξεργάζεσαι ενσωματώνοντάς τα στο καθαυτό εικαστικό έργο. Θα ήθελα να μου μιλήσεις γιά την λογοτεχνία ντοκουμέντων. Να βρούμε κάποιες αναλογίες. Μιά μαρτυρία, π.χ. μιά αποτυπωμένη φωνή συνιστά γιά σένα πρώτη ύλη στή λογοτεχνία; Aγαπάς αυτή τη λογοτεχνική τάση;

Τελευταία τα ξύλα είναι από διαλυμένα πλοία, πιό ταξειδεμένα. Mέσα στο πέλαγος της γραφής που εκδίδεται πρέπει να βρούμε το ελάχιστο που μας είναι αναγκαίο. Ένα ποτήρι νερό, μιά κουβέντα. Aυτό όμως που μπορεί να ανάγει τα -καταρχήν κοινά γιά όλους- γεγονότα σε λογοτεχνία ή ζωγραφική είναι κάποιος ιδιαίτερος τρόπος αντιμετώπισης. Η στάση μας απέναντί τους. Η ευαισθησία της προσέγγισης και η επιδεξειότητα της επεξεργασίας. Είτε δημιουργοί είμαστε είτε θεατές ή αναγνώστες. Χωρίς αυτήν την πρόθεση και την δυνατότητα γιά το επόμενο βήμα προς την πνευματική τους αναγωγή, μιά μαρτυρία όπως κι ένα ποτήρι νερό παραμένουν υλικά ή απλά ντοκουμέντα.

2 Πολλοί συγγραφείς (πρόχειρα μου έρχονται στο νού ο Kάφκα κι ο Σαχτούρης) συνήθιζαν να σχεδιάζουν στο περιθώριο του χειρόγραφου τους. Εσύ, αντικρυστά, σχολιάζεις με ημερολογιακές, ποιητικές ή άλλες εγγραφές τις εικόνες σου ενόσω τις ανακαλύπτεις;

Συχνά γράφω. Κάποιες φορές μάλιστα από μόνη της η λέξη, ή έστω μαζί με ένα υποτυπώδες σχέδιο -σαν κρυπτογραφημένο- εξαντλεί τη σκέψη μου και την επιθυμία να ζωγραφίσω κάτι. Το “βλέπω” κι είναι σαν να το έχω ήδη ζωγραφίσει. Μόνο που χωρίς την υπομονή και την πειθαρχία της ζωγραφικής δεν τα δείχνω και συνήθως τα πετάω ή τ’ αφήνω καταχωνιασμένα. Έτσι κι αλλιώς έχω ήδη ωφεληθεί με την απόλαυσή της φρεσκάδας τους, άσε που γιά τους άλλους θα ήταν κι ακατανόητα.

3 Ποιοί συγγραφείς, ποιά κείμενα –αφηγηματικά, ποιητικά ή θεατρικά- όταν ζωγραφίζεις σε συντροφεύουν ή, ακόμη πιό αποφασιστικά, συγγραφείς ή κείμενα που σου φωτίζουν μονοπάτια της εκφραστικής εμπειρίας σου.

Δοκίμια στοχασμού και ποίηση συχνά με παραστέκουν, όχι όμως την ώρα της ζωγραφικής. Τότε είμαι αλλού χαμένος. Περνάω μεγάλα διαστήματα διαβάζοντας, ίσως μεγαλύτερα απ’ όσα περνάω ζωγραφίζοντας. Κι όσο προχωράω στη γνώση της ιστορίας τόσο μικραίνει η αναγκαία βιβλιοθήκη. Όλο και πιό κοντά στους κλασσικούς γυρίζω. Φιλοσοφία και ποίηση, στα πρώτα ερωτήματα και τις πρώτες απαντήσεις.

3α Θα μπορούσες να γίνεις πιό συγκεκριμένος. Nα αναφερθείς σε ονόματα…

Πολύ μακρυά η λίστα των χρεών που οφείλω σε συγγραφείς και βιβλία, μακρύτερη απ’ τη μνημονική ετοιμότητα της στιγμής. Nομίζω άλλωστε ότι η βιβλιοθήκη καθενός δεν είναι τα ονόματα κι οι τίτλοι που δηλώνει ότι διάβασε, αλλά ότι κατάλαβε απ’ αυτά κι όπως το κατάλαβε. Κι αυτό το κατακάθι είναι το φορτίο που κουβαλάει μαζί του και φαίνεται κάθε φορά στά λεγόμενά του και στα έργα του. Τι να τα κάνουμε τα ονόματα; Tο νόημα που συγκρατήσαμε έχει σημασία.

4 Με ενδιαφέρει ο τρόπος που επιλέγεις να αυτοβιογραφηθείς: αφενός ως συλλογική μνήμη, αφετέρου ως ατομική περιπέτεια. Με άλλα λόγια τα ωά, η ελιά , η κλίνη, τα σπίρτα οι πετσέτες, το ψωμί, και εξαντλητικά η φλόγα, -στα δικά μου μάτια τουλάχιστον- είναι τρόποι, αισθητικοί τρόποι συνομιλίας με τον δαίμονα του τόπου και με τον δικό σου δαίμονα…

Aκόμη και στην κόψη της ερημιάς, οι άνθρωποι αναγνωρίζονται σε σχέση με κάποιους άλλους ανθρώπους. Κατάγονται και συν-περι-φέρονται. Εκ φύσεως και εξ ανάγκης. Η καθαρή ατομικότητα είναι θεωρητική κατασκευή. Η ατομική μου περιπέτεια δεν μπορεί να είναι άσχετη με την περιπέτεια του κόσμου. Η συλλογική μνήμη είναι το νοητικό μας περιβάλλον. Ο κοινός μας κώδικας. Η μέσα γλώσσα. Μου φαίνεται λοιπόν αυτονόητο να συναλλάσομαι μαζί της, να καθορίζομαι απέναντί της. H όποια γραφή, ζωγραφική ή λογοτεχνία, παρότι μοναχική διαδικασία στην δημιουργία της, είναι εντέλει εκ γενετής απευθυντέα, και δεν βλέπω άλλο τρόπο να απευθυνθεί παρά μέσω κοινών δεδομένων. Η συλλογική μνήμη κοινωνεί την προσωπική έκφραση καθενός με τον ενδεχόμενο θεατή ή αναγνώστη της.

4α Διανύουμε μιά εποχή, ειδικά στις πλαστικές τέχνες, όπου ο λόγος περί τέχνης τείνει να έχει μεγαλύτερη αξία από το ίδιο το έργο. Προσωπικά έχω κουραστεί να βλέπω εικαστικούς δημιουργούς να φλυαρούν μπροστά σε έργα που χρήζουν από πολλαπλά θεωρητικά δεκανίκια γιά να “υπάρξουν”. Εσύ πως αντιμετωπίζεις αυτό το φαινόμενο.

Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Όταν μιλάμε γιά το έργο μας, αυτό σωπαίνει. Και σε μιά εποχή εύκολης και πληθωρικής παραγωγής και χρήσης προσωπικοτήτων και εικόνων βρίσκω λογικό να έχουμε χάσει την δυνατότητα συνομιλίας με τα ίδια τα έργα. Η εκλογίκευσή τους μπορεί να δηλώνει την πρόθεσή των δημιουργών να επισημάνουν κάτι, εξουδετερώνει ωστόσο την δυνατότητά των ίδιων των έργων να το κάνουν. Κατακλυζόμαστε από ατελέσφορες κι ακατανόητες, καταναλώσιμες προθέσεις ανεπικοινώνητης επικοινωνίας. H ζωγραφική εμμένει κρυμμένη και μυστική.

4β Περιστασιακά έχεις ασχοληθεί και με τη σκηνογραφία. Tην αντιμετωπίζεις σαν ένα νέο πεδίο έκφρασης ή απλώς, λειτουργείς σταθερά σαν ζωγράφος στο πλαίσιο που σου θέτουν ο σκηνοθέτης και τό κείμενο.

Το θέατρο δεν είναι ο τόπος μου. Νοιώθω περαστικός από ‘κει. Σαν ζωγράφος που δοκιμάζει να δεί μιά εικόνα γιά ένα αγαπημένο κείμενο, συζητώντας με έναν φίλο του σκηνοθέτη.

5 Όταν ζωγραφίζεις σε απασχολούν ζητήματα όπως: παραστατική/μη παραστατική τέχνη, μοντερνισμός/μεταμοντερνισμός, ιθαγένεια/κοσμοπολιτισμός;

Tο ουσιαστικό στην τέχνη, είναι αυτό που την κάνει αξία παρά την ιστορικότητά της και η αξία αυτή βρίσκεται στον άνθρωπο και στη δραστηριότητά του, στα έργα του, όχι στις ομάδες κατάταξής τους. Τα έργα μπορεί να είναι καλά ή κακά γιά άλλους λόγους. Τέτοια δίπολα κατάταξης, αποσιωπώντας συνήθως το γεγονός ότι είναι όψεις κοινού προβληματισμού, επιδιώκουν τη διαμόρφωση αντιθετικών, αντικειμενικών κριτηρίων γιά την αξίωση της τέχνης στην επικαιρότητα. Aλλού όμως αξιώνεται η τέχνη. Σε κατεξοχήν υποκειμενικά κριτήρια υπαρξιακής ή πνευματικής σύγκλισης. Δεν υπολογίζεται η πνευματικότητα κι ούτε μπορεί με κατατάξεις και μαζική ένταξη να εξακριβωθεί η ποιότητά της. Tο αγαθό, που υποτίθεται ότι αναζητεί, θα βρίσκεται πάντοτε αλλού.

6 Έργα σου έχουν κοσμήσει κάποια πεζογραφικά ή ποιητικά βιβλία. Προσωπικά με ενοχλεί ο υπερπληθωρισμός της εικόνας. Στο εξωτερικό ήδη τα βιβλία γίνονται πιό λιτά, πιό γραφίστικα, σχεδόν ανεικονικά. Θα ήθελα τη γνώμη ενός ανθρώπου της εικόνας, τη δική σου γνώμη γιά την αισθητική επιμέλεια των βιβλίων.

Προτιμώ τα βιβλία που στο εξώφυλλό τους γράφουν με κάποια τάξη και συμμετρία τον τίτλο, το όνομα του συγγραφέα, τον εκδότη και την χρονολογία. Οι διακοσμητικές εφαρμογές της εικόνας, ζωγραφισμένης ή μή, δεν έχουν να κάνουν με τα ορεινά πνευματικά μονοπάτια της τέχνης, -λογοτεχνίας ή ζωγραφικής- αλλά με την πλατεία, την ευρύτερη αγοραία αντίληψη της αισθητικής, ως έκφραση ιδιωτικής προτίμησης του καθενός κι ως ελκυστικό προσωπείο γιά την πώληση ή την ανάγνωση. Όσο με αφορά, δεν έχω επιμεληθεί εξώφυλλα, μόνο δυό φορές έχω ζωγραφίσει κάτι γιά συγγραφείς που μου το ζήτησαν. Ήταν φίλοι και τους ένοιωθα συγγενείς. Στις άλλες περιπτώσεις έχουν χρησιμοποιηθεί εικόνες ήδη δημοσιευμένων έργων μου, πολλές φορές χωρίς καν την εγκρισή μου ή ακόμη και παραποιημένες. Μέχρι και βοβμαρδιστικά αεροπλάνα προσθέσανε σε κάποιο έργο. Η απληστία της αγοράς κι η αλλαζονία της ημιμάθειας.

7 Διαβάζεις οπουδήποτε ή μόνο στο δικό σου χώρο;

Όταν διαβάζω κάτι ενδιαφέρον το κουβαλάω μαζί μου, όπου κι αν βρίσκομαι. Kάπου θα βρεθεί μιά ήσυχη γωνιά γιά ν’ αφοσιωθώ.

8 Δανείζεις βιβλία σου;

Nαι, αν δεν έχω σημειώσεις πάνω τους. Συχνά, τα χαρίζω κιόλας.

9 Γνωρίζοντας την τελειομανία σου, να σχεδιάζεις και να φτιάχνεις ακόμη και τις βιβλιοθήκες σου μοναχός, να υποθέσω πως είσαι και “φετιχιστής” με τα βιβλία; Tο άρωμα και η υφή ενός βιβλίου, τα ίχνη του χρόνου πάνω του σε ερεθίζουν ως αναγνώστη;

Παλιότερα ένοιωθα χρέος μου νά φροντίζω το σαρκίο των βιβλίων, να τα τακτοποιώ και να τα χαίρομαι. Και τώρα ακόμη που, σε πείσμα της εκδοτικής πληθώρας των καιρών, η αναγκαία βιβλιοθήκη μου συνέχεια μικραίνει, θέλω νάναι όμορφο ένα βιβλίο. Καλοτυπωμένο, καλομεταφρασμένο, χωρίς άσχετες εικόνες και περιττά στολίδια, αλλιώς δυσκολεύομαι να το διαβάσω, ακόμη κι αν μ’ ενδιαφέρει πολύ το περιεχόμενό του. Άλλοτε κάλυπτα τα αποκρουστικά εξώφυλλα με χαρτιά, όπως κάναμε με τα σχολικά βιβλία και τετράδια. Κάποτε πάλι προτίμησα να δυσκολευτώ μεταφράζοντας κάποιο βιβλίο του Mπένγιαμιν παρά να διαβάσω την μάλλον κακόγουστη ελληνική του έκδοση. Kι εξακολουθούν πάντα να μου ασκούν μιάν ιδιαίτερη γοητεία κάποιες παλιές εκδόσεις όχι όμως πιά σαν κριτήριο γιά την ανάγνωση ή την απόκτησή τους. Μάλλον σαν σεβασμός απέναντι στην ανθεκτικότητά τους στο χρόνο και στή χρήση τους από άλλους ανθρώπους. Διαβάζοντάς τα ή και μόνο αγγίζοντάς τα έχω μιά ψευδαίσθηση προσέγγισης μιάς πιό κοινής κι αρχέγονης σοφίας.

Αθήνα, 30 Σεπτεβρίου 2001