Tης αναξίας χειρός

Η “ανάξια χειρ” του υπογράφοντος, δεν είναι βυζαντινός νεωτερισμός αλλά εν ετέρα μορφή συνέχεια μιας αρχαίας αντίληψης για το ποίημα, για το “ιόν εκ του μη όντος εις το ον”. Υπήρξε ήδη το “μήνιν άοιδε θεά” και το “άνδρα μοι ένεπε μούσα” του Όμηρου το “ταδέφασαν κούραι μεγάλου Διός αρτιέπιαι” του Ησίοδου, η ένθεη παραφορά του Ηράκλειτου, η αποκάλυψη της θεάς στον Παρμενίδη. Nα είναι άραγε, σεμνότητα ενώπιον της ακαταληψίας και της απειρότητας του σύμπαντος κόσμου ή αλλαζονία της ταπεινότητας του δημιουργού που υπαινίσεται μιαν ιδιαίτερη σχέση με την θεότητα; Oμολογεί την αδυναμία να αποδοθεί εκ της σαρκός πνεύμα ή μήπως αντίθετα αποφαίνεται ότι μόνον δι’ αναξιότητας χειρός μπορούμε να αντιληφθούμε το εκ του πνεύματος;

Μια κρυπτή, δηλαδή, ομολογία εικονοκλαστικού στοχασμού στην εικόνα, άφατου στο λόγο. H συνείδηση αυτής της αδυναμίας λειτουργεί εντέλει ως τέχνασμα για να φτιάξουμε το άφτιαγο, το ποικιλμένο παραπέτασμα μπροστά απ’ το χάος. Κι αν λέμε “…αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω”, το λέμε γνωρίζοντας ότι μόνον αστόλιστοι είμαστε ενώπιόν του. Η επίγνωση της ανυπολόγιστης αγνωσίας μεγαλύνει το στοχασμό και τα έργα του ανθρώπου. Κι αυτά μεγαλύνουν την ψυχή μας, με τον θαυμασμό που προκαλούσε ανέκαθεν η ευφρόσυνη μυστικότητα της ομορφιάς του κόσμου. “Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί”, “άπειρον το θείον και ακατάληπτον και μόνον αυτού καταληπτόν η ακαταληψία αυτού”, “πρόσωπον Διός όψις άβυσσος”.