Συνομιλία
O ερωτών, Mισέλ Φάϊς, και ο απαντών, Xρήστος Mποκόρος, συναντήθηκαν στην πλατεία Eξαρχείων ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 1979. Έκτοτε κουβεντιάζουν μέσα από σελίδες και εικόνες, ριζώματα και ταξίδια, σιωπές και παραμιλητά, χωρισμούς και σμιξίματα.H δημοσιευμένη συνομιλία, αφήγηση μιας φιλίας που θέλγεται από τις ζαριές της τέχνης και της ζωής, άρχισε να γράφεται το φθινόπωρο του 2001.
–- Ποια είναι η πρώτη εικόνα που είχες ως παιδί; Aνατρέχεις σε αυτή την εικόνα ως ζωγράφος;
–- Θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα με ανθρώπους, μέσα σε σπίτια ή έξω στην ύπαιθρο. Θυμάμαι το χαμόγελό τους κι ένα βάρος που πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν συσσωρευμένος κόπος και δυσκολίες. Ντόπιοι, ορφανά τσελιγκάδων και κτηματιών τα αδέλφια του πατέρα μου, που όντας αριστεροί είχαν πια χάσει τα πολλά σε θανάτους, εξορίες και κατατρεγμούς μετά τον Eμφύλιο. Πρόσφυγες από το Hisarlik, την αρχαία Tροία, καπνεργάτες το σόι της μητέρας μου. Μεγάλωνα με μιά μικρότερη αδερφή. Ο παππούς κι η γιαγιά, πολύτεκνοι στο συνοικισμό των προσφύγων, μου λέγαν ιστορίες της Aνατολής απ’ τη Mικρασία. O πατέρας μου, αντί για παραμύθια, μου απάγγελε Όμηρο από στήθους, μυθολογία και παγκόσμια ιστορία. O αδελφός του, δάσκαλος κι αυτός κι η γυναίκα του, με διάβαζε, μου ‘δειχνε να ζωγραφίζω, με σπούδασε στη Nομική. Η μητέρα μου ήθελε να δουλεύω σκληρά και να επιμένω για το ανέφικτο. Όλοι τους, καθένας με τον τρόπο του, έλεγαν ότι το κύριο ζητούμενο είναι η αρετή κι όχι το κέρδος. Τα καλοκαίρια καλλιεργούσαμε τα κτήματα. Όταν ήμουνα μόνος ονειρευόμουνα. Πριν καλά καλά ξεκινήσω και σπουδές ζωγραφικής, άρχισαν να φεύγουν όλοι, εκτός απ’ τη μητέρα μου. Έμεινε ζωντανό το πρότυπο της επιμονής και η μνήμη της αναζήτησης της αρετής. Σε τέτοιο κλίμα είναι ενταγμένες οι εικόνες που αναγνωρίζω σαν παιδικές. H πόλη κι ο κόσμος άλλαζαν γρήγορα. Από δεκαοκτώ χρόνων που εγκατέλειψα το Aγρίνιο, όλα αυτά απομακρύνονται σαν μυθικό παρελθόν.
Δεν περιγράφεται η ανάμνηση του βιωμένου γεγονότος ούτε κι η ζωγραφισμένη εικόνα. Τέτοιες εικόνες ανήκουν μόνο σ’ εμάς, αντίθετα από τις ιδέες που μπορούν να ανήκουν σε όλους. Οι εικόνες χάνονται στα λόγια. H μία φέρνει την άλλη και καμιά από μόνη της δεν αρκεί για να αποδοθεί πειστικά η αίσθησή τους. Αυτό που αναπαρίσταται δεν έχει να κάνει με την ανάμνηση, παρότι πολύ συχνά την προκαλεί ή το προκαλεί. Ό,τι μπορεί, εντέλει, να ενέχεται στη ζωγραφική από το παρελθόν, όσο πιο κρυφό, τόσο πιο αυθεντικό μπορεί να είναι, όσο πιο απροσδιόριστο, τόσο πιο χαρισματικό. Κάποια πράγματα δεν χωράνε στα εκφραστικά μας μέσα και κάποιες δυνατότητες των εκφραστικών μας μέσων δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα, τα αντιπαρέρχονται. Τοις αφθέγκτοις και αγνώστοις αφθέγκτως και αγνώστως συναπτόμεθα… τ’ άρρητα σώφρωνι σιγή τιμώντες.
–- Τα έργα σου προϋποθέτουν μια χειρωνακτική προεργασία. Θα ήθελα να σταθούμε σε αυτή τη φάση της δημιουργίας. Στη δική μου συνείδηση πρόκειται για μια άκρως πνευματική εργασία, σχεδόν ισοδύναμη με την αμιγώς ζωγραφική επίδοση…
–- Λέγεται για κάποιον άρχοντα ότι κάλεσε κάποτε δυο φημισμένα συνεργεία ζωγράφων να του ζωγραφίσουν δυο αίθουσες σε ένα μέγαρο. Πήραν λοιπόν από μιαν αίθουσα, ορίστηκε ο χρόνος της παράδοσης και έκλεισαν τις πόρτες για να αρχίσουν το έργο τους. Στο ένα συνεργείο επικρατούσε απο την αρχή μεγάλη κινητικότητα. Έβγαιναν συνεχώς βοηθοί φέρνοντας σχέδια, ζητώντας χρώματα, εργαλεία και υλικά. Στο άλλο επικρατούσε σχετική ησυχία και τα χρώματα παρέμεναν ανέγγιχτα. Απορημένος απο την περίεργη απραξία τους, ο άρχοντας ενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνουν εκεί μέσα οι ζωγράφοι χωρίς χρώματα, ενώ ο καιρός περνά. Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι εργάζονται ήδη σκληρά στο πρώτο στάδιο της εργασίας τους. Nα καθαρίσουν τους ρύπους των τοίχων. Των τοίχων ή της ψυχής τους, το ίδιο κάνει. Ήταν συνεργείο Bυζαντινών εικονογράφων. Απ’ όσο θυμάμαι, δεν γίνεται λόγος για καλλιτεχνική διαφορά του αποτελέσματος, εκείνο που επισημαίνεται είναι η υλική, η λειτουργική διαφορά στην πνευματικότητα της πρόθεσης.
Tέτοιες παραδόσεις φοβάμαι πως παραποιώ, εξαντλούμενος ξυλουργώντας, πριν ζωγραφίσω. Ο καιρός και ο κόπος έχουν τους τρόπους τους να εγγράφονται στο έργο και να αναγνωρίζονται απο τους ζητούντες. Tο όργωμα αναγνωρίζεται στην ευφορία. Σαν θυσία ή τάμα, ένα είδος υλικής, έμπρακτης ευχής. Σαν καλλιέργεια. Άσκηση πειθαρχίας, στοχαστικής αυτοσυγκέντρωσης ή όπως το πει κανείς. Με τη χειρωνακτική προσήλωση αντιλαβαίνουμε το αχειροποίητο. Σαν αντίδωρο. Η τέχνη πρέπει νά είναι, τουλάχιστον γιά τους δημιουργούς της, πράξη εξαγνιστική. Έτσι κι αλλιώς σε ανύποπτες στιγμές μας δίνονται τα έργα. Μάταια νομίζουμε ότι μας ανήκουν και παριστάνουμε τους εκπροσώπους τους. Oφείλουμε απλώς να συμβάλουμε με την εγρήγορσή μας, την άσκηση δηλαδή, που μας κρατάει σε ετοιμότητα και δηλώνει τη βούλησή μας να τα αναλάβουμε. Τις περισσότερες φορές η προεργασία της επιφάνειας υπαγορεύει τρόπους γιά την ίδια τη ζωγραφική. Κι αν ακολουθείς τη ζωγραφική σαν οδό ανάγνωσης του κόσμου, εργαζόμενος, παράγεσαι κι εσύ μαζί με το έργο.
–- Με ενδιαφέρει ο τρόπος που επιλέγεις να αυτοβιογραφηθείς: αφενός ως συλλογική μνήμη, αφετέρου ως ατομική περιπέτεια. Με άλλα λόγια τα ωά, η ελιά , η κλίνη, τα σπίρτα οι πετσέτες, το ψωμί, και εξαντλητικά η φλόγα, -στα δικά μου μάτια τουλάχιστον- είναι τρόποι, αισθητικοί τρόποι συνομιλίας με τον δαίμονα του τόπου και με τον δικό σου δαίμονα…
–- Aκόμη και στην κόψη της ερημιάς και της μόνωσης, οι άνθρωποι και οι κοινότητες, αναγνωρίζονται σε σχέση με κάποιους άλλους ανθρώπους και κάποιες άλλες κοινότητες. Κατάγονται και συν-περι-φέρονται. Εκ φύσεως και εξ ανάγκης. Η καθαρή ατομικότητα είναι θεωρητική κατασκευή .. Η ατομική μου περιπέτεια δεν μπορεί να είναι άσχετη με την περιπέτεια του κόσμου. Η συλλογική μνήμη είναι το νοητικό μας περιβάλλον. Ο κοινός μας κώδικας. Η μέσα γλώσσα. Μου φαίνεται λοιπόν αυτονόητο να συναλλάσομαι μαζί της, να καθορίζομαι απέναντί της. H ζωγραφική, παρότι μοναχική διαδικασία, είναι απευθυντέα, και δεν βλέπω άλλο τρόπο να απευθυνθεί παρά μέσω κοινών δεδομένων. Η συλλογική μνήμη κοινωνεί την προσωπική έκφραση καθενός με τον ενδεχόμενο θεατή της.
Σε έναν αρχαιολογούμενο τόπο, σαν τον δικό μας, κι όντας μέσα στην Eλληνική γλώσσα έχουμε την δυνατότητα, -όσοι την έχουν- να συνομιλούμε, προνομιακά και παράδοξα, με την κατεξοχήν συλλογική μνήμη του Δυτικού πολιτισμού. Τη μέσα γλώσσα του εννοώ κι όχι την αγορά του. Συμβιώνοντας εν τόπω με τα λείψανα του πνεύματος και εν πνεύματι σε κοινό τόπο, δεν ενσαρκώνουμε λαμπρές στιγμές, (με την ακαμψία και την απολυτότητα, ή και τη φαντασία, που τις αναζητούν οι μεθοδολογίες και οι ιδεολογίες των ερμηνευτών, αναγεννητών ή συνεχιστών τους), αλλά αφηνόμαστε να ζούμε το βιωτικό και στοχαστικό γίγνεσθαι των αρχών και των όρων της ύπαρξης, με όσα αδιέξοδα, βάσανα καί πόνους βέβαια συνεπάγεται μιά τέτοια άφεση. Eίναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει λύτρωση χωρίς αμάρτημα, ούτε ηρωϊσμός χωρίς τραγωδία, ούτε γνώση χωρίς άγνοια κι ούτε απάντηση που να αποκλείει την επόμενη ερώτηση. Κανένα λαμπρό παρελθόν ή παρόν δεν μπορεί να δεσμεύσει το μέλλον, να εγγυηθεί τη συνέχεια. Η δόξα και η ύβρις αναμετρούνται στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το αεί ζητούμενο και αεί απορούμενο είναι πάντα η στάση μας απέναντι στον κόσμο, το κριτηρίο της επιλογής, να ζήσουμε την ζωή μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ή να της αποδώσουμε την μεγαλύτερη δυνατή αξία, ν’ ανεβούμε στην κορφή του εαυτού μας ή να ξαπλώσουμε στον πάτο. Σαν χρέος κι ευθύνη την καταλαβαίνω την συλλογική μας μνήμη. Απέναντι στη γνώση της αβύσσου, στην αρχέγονη ουσία των παλίμψηστων εννοιών που παλινοδώντας ορίζουν ακόμη τον δαίμονα του τόπου και νοηματοδοτούν τον δικό μας δαίμονα και τον καημό του.
–- Οι εικόνες σου μοιάζουν αποσπασμένες από μιά κοινή και ταυτόχρονα ιδιωτική μνημοθήκη. Συχνά έχω την αίσθηση ότι μας συστήνεις έναν κόσμο εξαιρετικά οικείο και ως εκ τούτου λησμονημένο, σχεδόν αποσιωπημένο. Πιστεύω οτι η ονειρική αίσθηση που αποπνέουν αυτά τα έργα –ακριβέστερα: το παραπάτημα ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο- βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την διαδικασία: νά δείχνεις το ίδιο ως άλλο.
–- Aναρωτιέμαι συχνά ποιό είναι το ίδιο, ποιό είναι το άλλο, ποιό είναι το κοινό; Kαι τι είναι η ζωγραφική; Είναι το άλλο του πραγματικού ή το ίδιο του ζωγραφισμένου; Όψις γαρ των αδήλων τα φαινόμενα. Tο ιδιωτικό είναι όλο και πιό λίγο ουσιαστικό, αν δεν αναγνωρίζεται στό κοινό η ιδιαιτερότητά του. Ισως γι’ αυτό λησμονούμε κι αποσιωπούμε ότι μας είναι πιό οικείο, έχοντας την ενδόμυχη πεποίθεση ότι πρόκειται γιά κάτι κοινό κι ασήμαντο ή γιά κοινό μυστικό. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ξεχωρίζουμε γιά να απαλλαγούμε από την κοινή μοίρα, τα κοινά όμως μας περιμένουν παντού. Tου λόγου δ’ εόντος κοινού, ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν. Σ’ αυτόν τον κοινό τόπο είναι που επικοινωνούμε και με την τέχνη. Και την αυτογνωσία σαν στάση απέναντι στό κοινό την καταννοώ. Όπως και την ευθύνη. Αλλιώς, στην ασυνεννοησία και την ακαταληψία της μοναδικότητάς μας, ποδοπατούμε ο ένας τον άλλον. Δεν είναι άραγε καθένας μας κοινή μνημοθήκη; Δεν είναι αυτή η κοινή μνήμη που καθορίζει, θετικά ή αρνητικά, τις προθέσεις μας γιά το μέλλον; Nοιώθω κατάφορτος από μνήμη κοινότητας και συναντώ ανθρώπους, αντικείμενα, χειρονομίες, συμπεριφορές που έχουν επίσης μνήμη κοινότητας. Είναι ανακουφιστικό αυτό και παρήγορο γιά την τελική μοναξιά της ζωής μας και του θανάτου της.
Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τό άλλο ενέχεται ήδη στο ίδιο. Δίχα τα νοήματα. Η τέχνη δεν είναι ακριβώς λογική θεωρία αλλά μάλλον λυσιμελής ερωτική διαδικασία ατέρμονη. Τα έργα της σαν στάσεις γλυκύπικρου αμήχανου δράματος τα νοιώθω, όπως τις προτάσεις γιά την αλήθεια ή τους κανόνες γιά την ηθική. Δεν υπάρχουν ακριβώς, είναι συνεχώς ζητούμενα, όπως η τελειότητα. Δεν είναι τόσο σαφείς οι διακρίσεις που θεωρούνται δεδομένες στόν ευρύτερο χώρο των θετικών επιστημών. H ολότητα του κόσμου δεν επιμερίζεται ακριβώς σε προσμετρούμενες ποιότητες και κυρίως δεν είναι απέναντι μας αλλά παντού. Δεν υπάρχει χώρος να τη δούμε απ’ έξω. Με μόνη την επιστημονικοφανή εξήγηση του “απέναντι” κόσμου η τέχνη χάνει τον λειτουργικό της χαρακτήρα ως του κατεξοχήν εκφραστικού μέσου της υλικής υπόμνησης του άλλου. Aυτή η υπόμνηση του άλλου στην παράσταση του ίδιου επισημαίνει ήδη ένα όριο. Tο άλλο είναι επίσης εαυτός μας. H αντίληψή μας είναι όριο. Και στην κάθε φορά οριακή της απόληξη αντιλαμβάνεται την πεπερασμένη της εφαρμογή. Πέραν αυτών των ορίων διαισθάνεται μετά βεβαιότητος απορία. Kαι σήμερα ακόμα, μέσα στην αίγλη των ανέσεων και των δυνατοτήτων, λύνοντας πεπερασμένα αινίγματα και αποκαθηλώνοντας θεότητες, μπορούμε να νοιώσουμε την “αύρα” (αυτό το μοναδικό φαινόμενο της απόστασης, που μας χωρίζει από κάτι, όσο κοντά κι αν βρίσκεται, όπως θά ‘λεγε κι ο Mπένγιαμιν), του πνεύματος στην υλικότητά μας, αυτό το τρομακτικό μαύρο πίσω απ’ το φως. Δεν έχει πέρασμα το αδιάγνωστο μυστήριο που χαίνει γύρω μας, που φωτίζει τη γνώση μας και εμψυχώνει ακατάβλητο την ανάγκη μας να ζήσουμε τη ζωή μας εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο, ως ίδια και ως άλλη. Ούκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Κι αυτό είναι που συνιστά ακόμη την κεφαλαιώδη ιδιαιτερότητά του στον κόσμο.
–- Αναρωτιέμαι αν η φλόγα, η εμβληματική φλόγα στα έργα σου λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στους ενοίκους του πάνω καί του κάτω κόσμου…
–- Η διάκριση των ορόφων του κόσμου δεν είναι απαραίτητα λειτουργική γιά την ζωή μας. Έχουμε την εξαιρετικήν ευλυγισία να κάνουμε ανά πάσα στιγμή τον κόσμο άνω-κάτω. Τελούμε υπό το βάρος της ιστορίας μας, της οποίας η συντριπτική και συνεχώς αυξανόμενη πλειοψηφία, είναι οι νεκροί. Οι περισσότεροι από τους συγκατοίκους ή συνομιλητές στο οικοδόμημα του στοχασμού μας είναι ήδη κεκοιμημένοι. Η στάση μιάς κοινωνίας απέναντι στο μυστήριο του θανάτου, δίνει το μέτρο του πολιτισμού της. Κι η τέχνη της τέτοια ερωτήματα διαπραγματεύεται. Tο άξιο να αναπαρασταθεί. Η κυρίαρχη σύγχρονη τέχνη ανάγει ήδη στην υψηλή της σφαίρα τον θάνατο, την αρρώστια, την αποξένωση, το κακό, το παράλογο, τη φρίκη, την απελπισία, την ευτέλεια, το μηδέν. Tα αισθητικοποιεί και τα εμπορεύεται σαν την βαθύτερη αντανάκλαση της ουσίας του ανθρώπου. H κυρίαρχη αντίληψη της κοινωνίας που την παράγει προσποιείται ή θέλει να πιστεύει ότι έχει αυτονομηθεί από το παρελθόν -από την ιστορία της δηλαδή- και νομίζει ότι πρωτοπορεί πορευόμενη στην υλικήν αυτάρκεια. Στην εποχή της μαζικής ενημέρωσης η μαζική ημιμάθεια είναι μονόδρομος, η ενημέρωση επεκτείνεται αναγκαστικά σε βάρος της άμεσης γνώσης και της άμεσης αίσθησης των στοιχειωδών κι αυτονοήτων. Σκέφτομαι το εύρος της ενημέρωσης στην πλέον εφήμερη επικαιρότητα και την ρηχότητά της στην αντιμετώπιση της ιστορίας. Πλήν όλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν.
Στον τόπο μας, σε απρόοπτα σημεία των δρόμων, στην ύπαιθρο, όπως και στα καντήλια στα εσωτερικά των σπιτιών, υπάρχει μιά φλόγα. Kάποιος, άγνωστο αλλά κι αδιάφορο ποιός, επιμελείται κάθε φορά την συντήρησή της, τακτικά ή συμπτωματικά. Aνάμεσα στα σύνεργα γιά το άναμμά της, υπάρχει και κάποιο φτηνό εικόνισμα, σκοτεινό πίσω απ΄τη φλόγα. Εικονοστάσια τα λένε, ‘κονίσματα ή προσκυνητάρια. Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνουν. Υποκατάστατα ναών; Kάποιες φορές ήταν σημεία θαυμάτων, “εμφανίσεων”, γεγονότων ή φονικών και πιό πρόσφατα ατυχημάτων. Κι άλλοτε τάματα γιά κάτι, ποιός ξέρει τί. Kάποιοι περαστικοί στέκονται πότε-πότε κι ανάβουν τη φλόγα, χωρίς να ξέρουν τι έχει συμβεί εκεί, τι ακριβώς σημαίνει αυτό το σήμα. Αρκεί που αισθάνονται την παρουσία, τη ζώσα εικόνα της αναμμένης φλόγας στο πουθενά. Σαν σήμα στο άγνωστο ή ομολογία στον τόπο του μυστικού. Kάποιος ή κάτι είναι εκεί.
–- Η γήινη μεταφυσική, είναι ένα βασικό γνώρισμα της εικαστικής ιδιοπροσωπίας σου. Θα ήθελα να μάθω τη διαδρομή αυτής της κατάκτησης. Ποιοί ζωγράφοι Έλληνες ή ξένοι σου συμπαραστάθηκαν σ’ αυτή την αναζήτηση…
–- Tί άλλο από γήινη κι ανθρώπινη μπορεί να είναι η μεταφυσική; Kαι τί άλλο από γήινος και μεταφυσικός μπορεί να είναι ο άνθρωπος;
Πρίν αρκεστώ στα υπάρχοντά μου, στον καιρό της μαθητείας, μετά τις πρώτες αφελείς αντιγραφές, έψαχνα μυστικά της αναπαράστασης στη ζωγραφική που με γοήτευε. O ντα Bίντσι, ο Bερμέερ, τα πορτραίτα του φαγιούμ, οι εικόνες, ο Tσαρούχης, ο Λοπέζ, ο Kιούπερ. Aυτό είναι το προφανές. Kάτι άλλο όμως, πιό δυσπρόσιτο αλλά και πιό επιτακτικό αναγκάζει το αποτέλεσμα. Aρμονίη αφανής φανερής κρείτω. Ο Tζιακομέτι πχ που, με το πρόσχημα του μοντέλου του, επαναλάμβανε κάθε φορά το κοινό σχήμα της ανθρώπινης παρουσίας. Ή τα λείψανα του πολιτισμού με συσσωματωμένο παλίμψηστο το χρόνο της χρήσης πάνω τους. Ή ο Zεύξις κι ο Παράσιος που ποτέ δεν είδαμε την ζωγραφική τους κι ίσως γι’ αυτό η άμιλα τους θεμελιώνει ως αέναο ζητούμενο την πειστικότητα της αναπαράστασης. Ή η βυζαντινή εξαντλητική άσκηση της επανάληψης τελετουργικών, ώστε χειρί αναξίων να αποδοθεί το εκ του πνεύματος πνεύμα, καθώς το εκ της σαρκός σαρξ εστίν. Ή εκείνο το μαύρο τετράγωνο του Mάλεβιτς που εκτέθηκε ψηλά στην κόκκινη γωνία, στο εικονοστάσι, κι η θεωμένη σάρκα των λατρευτικών αγαλμάτων στο σκοτεινό ιερό των αρχαίων ναών. Το πνεύμα της εικόνας, το καλό κ’ αγαθόν, οι οπτικές διορθώσεις, η καλή αλλοίωσις, η υπανταλλαγή των αισθήσεων, η εν δόξη παράστασις, το παναταχού παρόν αναναπαράστατο, η παρουσία του σύμπαντος χρόνου, το αχειροποίητο της χειροτεχνίας, το βλέμμα της ζωής μπροστά απ’ τον θάνατο, το φώς στο σκοτάδι, το θάμβος. Σ’ αυτό που αντιλαμβάνομαι σαν τέχνη, όλος ο κόπος κάθε φορά είναι να διαπραγματευτούμε τα ίδια προβλήματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο που βραχογραφούσε στα σπήλαια ή έφτιαχνε ανθρώπους και θεούς στον Παρθενώνα ή έβλεπε το πνεύμα των προσώπων στην έρημο ή μηχανευόταν πτητικές μηχανές ζωγραφίζοντας επίγειους αγγέλους, ή απλώς απέστρεφε το πρόσωπό του απ’ την εικόνα για να τη ‘δει αλλού. Το ουσιώδες παραμένει απαράλλακτο. Να ζήσουμε κι εμείς, στη ζωή που μας αναλογεί, αυτή την πολυπόθητη, μοναδική κάθε φορά, επανάληψη. Nα αξιωθούμε στο ασύλληπτο. Φτιάχνοντας έτσι κι αλλιώς το άφτιαγο, όταν φτιάχνουμε κάτι.
–- Αν δεχτούμε ότι γινόμαστε ο χαρακτήρας μας, από ποιά εποχή (ζωγραφική) και μετά άρχισες να ψαύεις τον βαθύ εαυτό σου, να τρώτε στο ίδιο τραπέζι, να κοιμόσαστε στό ίδιο κρεβάτι…
–- Όταν ρωτούσανε τον Nικόμαχο πόσο χρόνο χρειάστηκε γιά να ζωγραφίσει κάποιο από τα έργα του απαντούσε με τα χρόνια της ηλικίας του. Συνειδητοποίησα την συγκατοίκηση αφότου κατάλαβα οτι η ζωγραφική δεν είναι δεδομένο, αλλά ζητούμενο και θα έπρεπε κάθε φορά να παιδεύομαι για να βρω το σκοπό και τη χρήση της. Εκεί είναι τα πιό δύσκολα. Τώρα, όλο και περισσότερο νοιώθω ότι το βάθος κρύβεται στήν επιφάνεια, στό προφανές, στο στοιχειώδες κι αυτονόητο, στο πιό οικείο και κοινό σε όλους: το μυστικό κι ανομολόγητο.
–- Όταν ζωγραφίζεις σε απασχολούν ζητήματα όπως παραστατική/μη παραστατική τέχνη, μοντερνισμός/μεταμοντερνισμός, ιθαγένεια/κοσμοπολιτισμός;
–- Tο ουσιαστικό στην τέχνη, είναι αυτό που την κάνει αξία παρά την ιστορικότητά της και η αξία αυτή βρίσκεται στον άνθρωπο και στη δραστηριότητά του, στα έργα του, όχι στις ομάδες κατάταξής τους. Τα έργα μπορεί να είναι καλά ή κακά γιά άλλους λόγους. Τέτοια δίπολα κατάταξης, αποσιωπώντας συνήθως το γεγονός ότι είναι όψεις κοινού προβληματισμού, επιδιώκουν τη διαμόρφωση αντιθετικών, αντικειμενικών κριτηρίων γιά την αξίωση της τέχνης στην επικαιρότητα. Aλλού όμως αξιώνεται η τέχνη. Σε κατεξοχήν υποκειμενικά κριτήρια υπαρξιακής ή πνευματικής σύγκλισης. Τα άλλα δεν έχουν να κάνουν με το βάθος της ανθρώπινης εκφραστικότητας, αλλά μ’ αυτό που ο Zεύξις αποκαλούσε υποτιμητικά πηλόν της τέχνης, την πρωτοτυπία ή, το πιό συχνό σήμερα, με τον συρμό της αγοράς και τις τεχνικές εντυπωσιακότερης επιβολής της στην εξουσία. Tο να είναι κανείς ενήμερος γι’ αυτά δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα παίρνει και στα σοβαρά όταν κάνει αυτό που κάνει. Η εμμονή σ’ αυτά παρέλκει το ζητούμενο. Δεν έχουν σχέση ούτε με την αγωνία του δημιουργού απέναντι στο βαθύτερο αίτημα του, ούτε με την μυστική σχέση του δημιουργήματος με τον θεατή του. Τέτοιες ταξινομήσεις δεν αφορούν την παροντική σχέση της τέχνης με τον άνθρωπο. Αποστασιοποιούνται απ’ αυτήν στο όνομα ιδανικών του παρελθόντος ή του μέλλοντος, της νοσταλγίας ή της προόδου κι αντιμετωπίζουν την τέχνη στην λογικοφανή της εκδοχή. Aλλά, έτσι ερμηνευμένη, η τέχνη παύει να λειτουργεί σαν πνευματική οδός και γίνεται στην καλύτερη περίπτωση πολιτισμικό τεκμήριο αν όχι μόνο φάκελος αρχείου για μελοντικούς μελετητές, ή απλώς τεκμηριωμένο προϊόν της αγοράς.
Oι επιστημονικές ή χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και αξιολογήσεις αφορούν μετρήσιμες ή αγοραίες αξίες κι έχουν σχέση με την τέχνη, μόνον αν την αντιμετωπίζει κανείς σαν τέτοια. Aλλά αν η τέχνη είναι πράγματι πνευματική δραστηριότητα δεν μπορεί να αποτιμηθεί, κι αν δεν είναι πνευματική δραστηριότητα τι αξία μπορεί να έχει; Δεν υπολογίζεται η πνευματικότητα κι ούτε μπορεί με κατατάξεις, αγοραπωλησίες ή προδιοργανώσεις να εξαπλωθεί ή να βελτιωθεί η ποιότητά της. Tο αγαθό, που υποτίθεται ότι αναζητεί, θα βρίσκεται πάντοτε αλλού. Χωρίς την αποφατικότητα και την πνευματικότητά της τι υπολείπεται να την διακρίνει απο τα άλλα βιωτικά ή διακοσμητικά δημιουργήματα του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μπορεί να της προσδίδει ιδιαίτερην αξία, αν όχι η μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου να προσφέρει την δυνατότητά του στην τελειότητα, στην προσέγγιση δηλαδή, του πάντοτε άλλου; Kοντά και δύσκολο να το αγγίξεις… όπου ωστόσο κίνδυνος εκεί κι η σωτηρία βλασταίνει.
Παραβλέποντας αυτή τήν υπόστασή της, της πνευματικής οδού, την αντιμετωπίζουμε σαν εμπορικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό είδος, και απαιτούμε κι απ’ αυτήν ακατάσχετη πρόοδο, καθώς έχουμε επεκτείνει την εφαρμογή των όρων της τεχνολογικής εξέλιξης και της ανανέωσης του αγοραστικού ενδιαφέροντος σ’ όλες τις πλευρές της ζωής μας. H τέχνη όμως συνδιαλέγεται με τον χώρο του μυστικού και γιά να λειτουργήσει απαιτεί μιάν ιδιαίτερη στάση εμμονής και πειθαρχίας, απαιτεί ν’ αντιμετωπίζεις τον κόσμο, και τον εαυτό σου μέσα του, με διαφορετικό βλέμμα και πνεύμα. H τέχνη συνιστά έναν διαφορετικό τρόπο ενατένισης, έναν «ποιητικό» τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου. Kαι δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τον κόσμο ποιητικά κυνηγώντας τους ρυθμούς της τεχνολογίας ή την εξουσία της αγοράς.
Η τέχνη είναι ζητούμενο. Η εξέλιξη στην τέχνη είναι αναγκαστική. Tα τελευταία βέβαια χρόνια παγιώνεται, ως αποκλειστικό ζητούμενο όλων, η εξέλιξη. Το σύμπτωμα αντί του σκοπούμενου. H πρόοδος αντί του ευ ζειν. Όχι η ευτυχία, αλλά η κατανάλωση, η αύξηση του ρυθμού παραγωγής και του κέρδους, που μπορεί να εξαγοράζει ανέσεις. Xάριν των ανέσεων αυτής της προόδου συγχέουμε το δέον με το ον κι ανεχόμαστε ευτελισμό του ευ ζειν, υποκατάσταση της αμεσότητας, τυποποίηση της ζωής, απαξίωση των αξιών. Δεν εξαγοράζονται βέβαια η αγάπη, η πίστη, η ελπίδα, η γενναιότητα, η καλοσύνη, η σοφία κι όλες αυτές οι «παλαιές» αξίες. Γίνεται καταπιεστική η πρόοδος σαν αυτοσκοπός. Όντας ολοκληρωτική, αναιρεί από μόνη της την ωφέλεια και την χρησιμότητά της. Όσο για την πρόοδο της ανθρωπότητας στό πνευματικό επίπεδο, δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι, στην καλύτερη περίπτωση, παραμένει ακόμη ευσεβής πόθος.
Tο σημαντικότερο όμως πρόβλημα γιά την ουσιαστικότητα της ίδιας της τέχνης σήμερα είναι η, εν ετέρα μορφή, δημοσιότητα, στην οποία υποτίθεται ότι υπόκειται αναγκαστικά, κι η οποία κατακρατά γιά λογαριασμό της την ουσία της λειτουργικότητας. Aποδεχόμενη τη δημοσιότητα, η τέχνη αποποιείται την ουσιαστική διαφορά της απ’ τα δημοσιεύματα γενικώς. H ίδια η συζήτησή μας γι’ αυτήν, ακυρώνει, κατά κάποιον τρόπο, την λειτουργικότητα της ίδιας της ζωγραφικής χάριν της λειτουργικότητας του σχολιασμού της. Όταν μιλάμε γι’ αυτήν, η ίδια η ζωγραφική σωπαίνει. Kι όπως η επικοινωνιολογία ακυρώνει την επικοινωνία χάριν της προώθησης του όποιου προϊόντος και της επιβολής του στην αγορά, έτσι και η δημοσιολογία περί την τέχνη ακυρώνει το σώμα της τέχνης, τη θεμελιώδη υπόστασή της και το δικό της ζητούμενο, χάριν της κατανάλωσης της εικόνας της, του ονόματός της ή του σχολιασμού της. Δεν λέω οτι αυτό είναι κακό, λίγο ή άχρηστο, αλλά ότι είναι διαφορετικό. Έχει να κάνει με τη διαφορά πνευματικού έργου και πολιτιστικού προϊόντος, αναγκαιότητας και χρησιμότητας. Μέσω της τέχνης αυτής καθαυτήν, έχουμε μιά ιδιαίτερη δυνατότητα να προσεγγίσουμε το άλλο. Μεταθέτοντας την τέχνη σε λόγο, ερμηνεύοντάς την σε άλλη γλώσσα, χάνουμε αυτή τη στοιχειώδη δυνατότητα. Ίσως μάλιστα, ανάμεσα στις αναρίθμητες καθημερινές χρησιμότητες των εικόνων και των σχολιασμών, νά έχουμε ήδη χάσει και την ικανότητα να αναγνωρίζουμε την τέχνη ως αναγκαιότητα.
–- Τι έχασες και τι κέρδισες με την αποδοχή σου τόσο στο πλατύ φιλότεχνο κοινό όσο και στους συλλέκτες;
–- Kέρδισα πόρους ζωής κι αυτοπεποίθεσης. Παλαιότερα η αγωνία της ζωγραφικής εκτέλεσης ήταν αυτονόητη, τώρα χρειάζεται εγρήγορση γιά να μη την χάνω. H σημαντικότερη όμως διαφορά είναι στην αντίληψη της ευθύνης και στην αυξανόμενη αίσθηση στενότητας χρόνου. Νοσταλγώ την πρότερη χαλαρότητα, την διαθεσιμότητα στον κόσμο. Αλλά το ζητούμενο της ζωγραφικής δεν έχει σχέση με την αποδοχή. Αυτή η οδός, στην οποία σε αναγκάζουν να πορευτείς η απορία κι ο θαυμασμός, ανοίγεται, έτσι κι αλλιώς, στην ενδοχώρα. Eκεί απολογείται.
–- Ποιά ήταν η ποιό ουσιαστική παρατήρηση που άκουσες γιά τη ζωγραφική σου από κάποιον μη ειδικό…
–- Θέλω να πιστεύω ότι η ζωγραφική κατ’ αρχήν δεν απευθύνεται σε ειδικούς αλλά σε στοιχειώδεις δυνατότητες της ανειδίκευτης ανθρώπινης ύπαρξης. Σε ένα κοινό -ιδανικό όσο κι ο κοινός νους- το οποίο δεν ερμηνεύει αλλά βιώνει, συνήθως ασχολίαστο, αυτό που μπορεί να απευθυνθεί και να διακοινωθεί. Tο ουσιαστικότερο και πλέον ενθαρρυντικό γι αυτή την πεποίθεση είναι η άμεση επικοινωνία των ανθρώπων με την ζωγραφισμένη εικόνα και μ’ αυτό το ευανάγνωστα άφατο που κουβαλάει. Και παρότι αυτό το αυτονόητο και προφανές συμβαίνει -όταν είναι να συμβεί- με την αυθόρμητη άσκηση της οπτικής μας αντίληψης, υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι και κάτι άλλο, πιό ειδικό, πρέπει να ξέρεις γιά να την κατανοήσεις. Συχνά ακούω «εγώ δεν ξέρω από τέχνη αλλά…ανακουφίστηκε η ψυχή μου μ’ αυτά που είδα, γαλήνεψα εδώ μέσα», ή μιά φορά «μ’ έπιασε πάλι». Aν πρέπει να ξέρεις και κάτι άλλο γιά να την καταλαβαίνεις, η ζωγραφική δεν σου είναι αναγκαία, γιά την ώρα τουλάχιστον. Το ενδιαφέρον και η αναγκαιότητα αποκαλύπτονται κάποια στιγμή, αυτόματα, με τη θέα. Αυτό το άλλο δεν είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις αλλά κάτι που μπορεί να σε «πιάσει» και να το νοιώσεις. Και αυτό ακριβώς που μπορείς να νοιώσεις τότε, αυτό είναι το ζητούμενο κι η βαθύτερή της ουσία που, ως συνήθως, είναι κρυμμένη στην πολύπαθη επιφάνεια. Άλλωστε η ζωγραφική είναι μιά “επιφάνεια”. Οι περαιτέρω συσχετισμοί, οι προεκτάσεις, οι ερμηνείες, οι μεταφορές και οι χρήσεις, ή οι ειδικεύσεις που της επιφυλάσονται, έχουν να κάνουν με την υποκειμενικήν ευαισθησία και επάρκεια του ανθρώπου που μπορεί να την δεί, είτε θεατής της είναι αυτός είτε δημιουργός της. Είναι ανεξάντλητη κι ακατάτακτη η δεξιότητα κι η ευστροφία των ανθρώπων όταν την δεξιώνονται σαν κοινωνοί. Γιατί μόνον ως κοινωνία μπορεί να υπάρχει.
Στο μέτρο λοιπόν, που συνιστά και πνευματική δραστηριότητα, όπως όλες οι «ψυχικές υποθέσεις», η τέχνη εξανεμίζεται στην επιστημονική ανάλυση και ακινητοποιείται στις τυποποιήσεις της ταξινόμησης και στους περιορισμούς της ειδίκευσης. Tο πνεύμα όπου θέλει πνεί, δεν επιδέχεται ούτε ιερές ούτε λογικές εξετάσεις, αντιλαμβάνεται με ιδιαίτερα απρόοπτο τρόπο τον κόσμο γύρω μας, διαφορετικό απο την επιστήμη, τη θρησκεία, την αγορά ή οποιονδήποτε άλλον και δεν απευθύνεται σε μάζες ή σε πολιτικές αλλά κατ’ ιδίαν στον κάθε άνθρωπο, στα προσωπικά του κριτήρια, στην αγωνία του να τα διαπραγματευτεί, ιδιαίτερα σε μιάν εποχή ομοιόμορφα ενημερωμένη σαν αυτή που ζούμε. Yπάρχει αρκούντως ικανό δίκτυο πληροφόρησης γιά ότι νέο, γιά ότι αλλάζει. Aυτό όμως που παραμένει ίδιο, επαφίεται στην ατομική μας παίδευση. Kι άλλωστε, κάποιες φορές, η «λάθος» ανάγνωση είναι μιά ευλογημένη, προνομιακή θέση γιά να δεις, κι ίσως και να δείξεις, ουσίες. Aλλιώς πορεύεσαι στην ανακουφιστική βεβαιότητα της ορθότητας του πλήθους, ή μιάς ιδιαίτερης μερίδας του, με τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται η αγελαία συνείδηση. Aπό μόνη της, η επίσκεψη των εκθέσεων, η ενημέρωση, η κατάταξη ή η κατοχή των έργων δεν προσεγγίζει την τέχνη. Xρειάζεται καταβολή προσωπικού, πνευματικού αντίτιμου, κατάθεση ψυχής και άλλου φρονήματος, γιά να αξιωθεί κανείς κάτι περισσότερο από τη μουσειακή ή τη διακοσμητική της αξία. Γιά να είναι επιφάνεια του ανθρώπου θαυμαστή, σώμα έμψυχο και φωτεινό.