Την Κυριακή του Θωμά,  ψήναμε δεύτερη φορά στο πατρικό μου. Ήτανε που γιόρταζε ο πατέρας μου, ήτανε και η τελετή του καταγωγικού εθίμου, αλλά πιό πολύ ήταν για την υπαίθρια χαρά της άνοιξης, που ευωδίαζε ολόγυρα, και της γιορτής, που μας συνάθροιζε όλους στην αυλή ανάμεσα στα περιβόλια.

 

Έαρ μικρό, έαρ βαθύ, έαρ συντετριμμένο.

Αυτή την Κυριακή, του Λείπιου, φέρνουν οι ζωντανοί στα κοιμητήρια το μήνυμα της Ανάστασης. Πλένουν και καθαρίζουνε τους τάφους κι απλώνουν πάνω τους σεντόνια και μαντήλια για ν’ αποθέσουνε κρασί και γιορτινή τροφή, να στήσουνε χορό, να νιώσουνε την άνοιξη κι εκείνοι οι άλυποι κατωκοσμίτες, που λείπανε την περασμένη Κυριακή και δεν πιστεύουνε (πιά, με το δίκιο τους) το θαύμα. Αυτή την Κυριακή του Απίστου, που θέλει να τη δει ζωντανή τη ζωή για να πιστέψει.