“της εξόδου”  /   κεράκια ακόμη αναμμένα για την τιμή της ελευθερίας·
πολιορκημένοι απ’ το σκοτάδι άλλο δρόμο δεν έχουμε, η μόνη οδός είναι η έφοδος στο φως.

Κατέβηκα πέρ’σι με τα παιδιά να τους δείξω το φως της άπλας λιμνοθάλασσας που έφεγγε στα όνειρά μου απ’ όταν την πρωτό’δα και τη μύρισα μικρός, φτάνοντας τότε με το τραίνο που μας έφερνε απ’ τ’ Αγρίνιο σφυρίζοντας, τα καλοκαίρια. Περάσαμε πρώτα απ’την ιερή πόλη κι ύστερα μας πήγε ο Βασίλης Αρτίκος απ’ το Αιτωλικό, αυτή τη φορά όχι για θαλασσινούς μεζέδες και πιοτό αλλά για να μας δείξει τον χώρο που στεγάζει τα έργα και τις μήτρες της σπουδαίας πατριώτισσας Βάσως Κατράκη. Κάτι να κάνουμε, μου ‘πε, ‘ρημάζει. Από παιδί κουβαλάω το χρέος στη θυσία του Μεσολογγιού και σκέφτηκα νά! εδώ να ‘ρθω ν’ ανάψω τα κεράκια μου παράμερα απ’ τις επίσημες γιορτές, εδώ κοντά στα χαρακτικά και τις μελανωμένες πέτρες. Απέναντι, ψηλώτερα, στ’ αφύλακτα ερείπια της αρχαίας Πλευρώνας, μ’ ανέβαζε έφηβο ο πατέρας μου ο Θωμάς Μποκόρος και μού ‘λεγε τα μυθικά του Ομήρου, τις ιστορίες του τόπου, το σώμα του, βαδίζοντας σε πέτρες ασήκωτες που αντέχαν τους καιρούς ακόμα ‘πάνω τους, μέχρι που μας έπαιρνε το δειλινό και τα νερά ‘στραφτάλιζαν στο πέλαγο κατεβαίνοντας τις εκβολές του Αχελώου φορτωμένα πολύτιμα χρώματα, θεωτικά του ηλιοβασιλέματος που έχυνε το αίμα του μάλαμα στη λιμνοθάλασσα και στην αρμύρα, καίγοντας μαύρο κάρβουνο ότι τολμούσε να παρεμβληθεί ανάμεσα στο βλέμμα και στο φως τους, κτίρια, δέντρα, ζώα, μηχανήματα, βάρκες, πουλιά, ανθρώπους και στεριά… “μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη· η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι, με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει: όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει“. Τέτοια περάσερναν τον νού μου και φτάσαμε σ’ αυτήν εδώ την έκθεση,

 

“της εξόδου”  /  κεράκια ακόμη αναμμένα για την τιμή της ελευθερίας·
πολιορκημένοι απ’ το σκοτάδι άλλο δρόμο δεν έχουμε, η μόνη οδός είναι η έφοδος στο φως.

 

Ο Διονύσιος Σολωμός απ’ απέναντι άκουγε να βαρούν ντουφέκια “κι απ’ το κανόνισμα το πολύ συχνά ολημερνίς και καπότε οληνυχτίς η γή έτρεμε από κάτου από τα πόδια τους, όσο οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι… και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους”, λέει, “και το δίνανε στις γυναίκες που διακονεύανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά ‘κείθε και κλαίοντας.”

 

Τέτοιον καιρό, άνοιξη του 1826, αποφασίσανε να βγούν ελεύθεροι οι πολιορκημένοι και… “χιλιάδες εξαπλώθηκαν μονομιάς εις μία νύχτα απ’έξω απ’ τα τείχη του Μεσολογγιού, ελαφρή βροχή ράντιζε την γην εις το έβγα τους και πολλοί εφώναζαν μας κλαίει κι ο μεγαλοδύναμος απόψε.”

“θέλ’τε ν ακούσ’τε κλάηματα γυναίκεια μοιρολόγια καρδούλα μου;
περάστ’ απ’ το, μάνα μ’, Αιτωλικό, σύρτε στο Μεσολόγγι παιδάκια μου,
που κλαίν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά, αχ, για μάνες, μανούλα μου,
δεν κλαίν’ αχ για το σκοτωμό δεν κλαίν’ για την ορφάνια καρδούλα μου,
μόν’ κλαίνε γι’ αχ το σκλαβωμό που θε’ να σκλαβωθούνε, παιδάκια μου…”