Λέμε ότι ψώμωσε κάτι εννοώντας πως μέστωσε. Έτσι κι εκεί κοντά στο μέστωμα του χρόνου, τότε που το θείο γεννιέται στη γη και παίρνει σάρκα ανθρώπινη, ζεστή και γενναιόδωρη σαν το ψωμί, τα χέρια πιστά στην παράδοση καθαγιάζουν το σήμερα, ζυμώνοντας άρτους, ψωμιά γιορτινά και χαρμόσυνα. Ζυμώνουν το χτές με το σήμερα, τον κύκλο που κλείνει μ’ έναν άλλο που ανοίγει μεσ’ στον χειμώνα και υπόσχεται πως υπάρχει πάντα η ελπίδα το μολύβι να γίνει χρυσάφι με οδηγό την αγάπη.
Το προζύμι, νοσταλγία μιας θείας προέλευσης, φουσκώνει τη ζύμη, δίνει σώμα στο άγνωστο κι απλόχερα ευλογεί την ελπίδα. Αυτή που φωτίζει τις ευχές μας να βρούνε το δρόμο τους στο ταξείδι που τούτες τις μέρες αρχίζει και που φαντάζει πιο σύντομο μιας κι ο ουρανός αγγίζει τη γη.