Ξένος του κόσμου και της σαρκός, κατήλθε την παραμονήν από τα ύψη, συστείλας τας πτέρυγας όπως τας κρύπτη, θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια διά να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης, το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν την ικανήν διά να δροσίζει τας ψυχάς, και την ζωήν, την πλασμένην διά να πάλλει εις τας καρδίας. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.

Kι όταν ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν ανάμεσά μας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας, πάλι κάτι μας έμεινε απ’το πέρασμά του· η μνήμη αίφνης απ’το θάμβος του φωτός, σημάδια μυστικά απ’τα βήματα που πάτησε στον κόσμο. Kάποιες φορές, νοιώθουμε ακόμη απ’το άγγιγμά του μιά αίσθηση φτερών στους ώμους. Ξεφεύγουμε στα πιό υψηλά. Ποθούμε τα καλύτερα.

Aπό Tα πτερόεντα δώρα του Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη.