Όταν είμασταν μικρά με την αδελφή μου, μας έδινε η μητέρα μας από ένα ψαλίδι και κόβαμε, πέρα-δώθε σε μακρυές λουρίδες, τα παλιωμένα ρούχα που δεν άντεχαν πιά άλλες επιδιορθώσεις. Ταιριάζαμε τα χρώματα, δέναμε μετά τις λουρίδες τη μία με την άλλη και τις τυλίγαμε σε μεγάλες μπάλες. Το κάναμε με χαρά, και για την επιτρεπόμενη καταστροφή και για το παιχνίδι με τα πολύχρωμα κουβάρια, πρίν μπούν υφάδι στο στημόνι του αργαλειού και γίνουνε στρωσίδια τα κουρέλια μας. Όταν μετά ξαπλώναμε στις καθαρές, φρεσκοπλυμένες κουρελούδες, αναγνωρίζαμε στις ρίγες τους τα ρούχα μας, φορέματα, σεντόνια, τραπεζόπανα, πετσέτες. Την ιστορία μας, τη ζωή μας μεταπλασμένη στην αυτονόητη συνέχεια της οικιακής οικονομίας. Τίποτε δεν πάει χαμένο, τίποτε δεν παλιώνει όσο μπορεί να μας συντρέχει ζωντανό. Τα πίσω χρόνια μας μας φέρανε ως εδώ -τα κουρελάκια μας- να ονειρευόμαστε το μέλλον για την ερχόμενη χρονιά. Να είναι πολύχρωμο και φωτεινό και ωραίο και νά ‘μαστε και ‘μεις γεροί να το καλοδεχτούμε.