Τη φωτιά των Xριστουγέννων τη συντηρούν δυό παγωμένα χέρια. Αυτά φέρνουν τα κομμένα ξύλα με τους αλλεπάλληλους κύκλους, τους ανοιχτόχρωμους της ανοίξεως και τους λεπτούς, τους σκοτεινούς του φθινοπώρου. Παραμερίζοντας χιόνια λευκά απ’ την τομή τους, διαβάζουν τη βίβλο, το βιβλίο του βλαστού, την ηλικία του δέντρου, στην κόκκινη τη γλώσσα της φωτιάς.

Τα χέρια αυτά τα παγωμένα, με πράσινο οινόπνευμα για βοήθεια και προσανάμματα ξερά –αφάνες και θυμάρια- σκύβουν και βάζουνε φωτιά. Σκύβουν κι ανάβουνε τα τρία ενωμένα κούτσουρα, το ξύλο της ελιάς, του σκίνου, της γρανίτσας, της βαλανιδιάς. Κι αρχίζουν αυτά να καίγονται, να σπιθίζουν, να τριζοβολούν και να συνομιλούν. Να κουβεντιάζουν για χιόνια, για χειμώνες, για βροχές και παγωνιές, που έζησαν σε δάση απάτητα, σε σκιερές πλαγιές, πριν φύγουν απ’ τη μάνα τους. Κι όσο μιλάνε για χειμώνες, για πάγους και βροχές, τόσο θεριεύει η φωτιά και υψώνεται ο καπνός στον ουρανό των Xριστουγέννων.

 

Κείμενο: Θοδωρής Γκόνης